|
Του Δρος Ιωάννου Δ. Κανδήλη, πρώην προέδρου της Ενώσεως Ελλήνων Χημικών
[Βιομηχανική Επιθεώρησις 49, 565-569 (Αύγουστος 1981)]
Η χημεία στην Ελλάδα, σαν αυθύπαρκτη επιστήμη και σαν ξεχωριστό επάγγελμα σπουδαίας αποστολής, εγκαινιάζεται από τις αρχές του παρόντος αιώνος και διαμορφώνεται κυρίως μετά το 1918, όταν ιδρύθηκαν και
άρχισαν να λειτουργούν οι δύο πρώτες ανώτατες χημικές μας σχολές, η μία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και η άλλη στο Πολυτεχνείο. Η διδασκαλία της όμως είναι κατά πολύ προγενέστερη.
Πολλοί από τους μεγάλους διδασκάλους του γένους, που περί το τέλος του 18ου αιώνος αφοσιώθηκαν στην απαραίτητη μορφωτική προετοιμασία του υπόδουλου Ελληνισμού, ώστε να διδαχθή την ιστορία του
αποκτώντας συνείδησι της δυνάμεώς του, ν' αποτολμήση τον μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα, είχαν αντιληφθή από τότε την ανάγκη της επιβαλλόμενης διαφωτίσεώς του και στις φυσικές επιστήμες και ιδιαίτερα στη
χημεία.
Βιβλία χημείας έγραψαν και χημεία δίδαξαν, κατά τα φοβερά εκείνα χρόνια, στα σχολεία της σκλαβωμένης Ελλάδος, πολλοί από τους σοφούς της εποχής. Μεταξύ αυτών γνωστότεροι είναι οι Ευγέν. Βούλγαρης,
Νικηφ. Θεοτόκης, Θεοδόσ. Μανασής Ηλιάδης, Βενιαμίν ο Λέσβιος, Κωνστ. Βαρδαλάχος, Δανιήλ Φιλιππίδης, Νεόφ. Δούκας, Κωνστ. Κούμας.
Στο ελεύθερο όμως ελληνικό κράτος, που αναστήθηκε μετά το '21, η διδασκαλία της χημείας στα σχολεία, που ιδρύθηκαν, υπήρξε δυστυχώς και κατά τα πρώτα χρόνια και αργότερα, σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα,
πολύ καθυστερημένη, σχεδόν ανύπαρκτη. Στην μέση εκπαίδευσι κυριαρχούσε η γραμματολογία.
Η άγνοια όμως αυτή δεν επεκτεινόταν και στην ανώτερη παιδεία, που άρχισε ν' αναπτύσσεται με την ίδρυσι και τη λειτουργία από το 1837 και ύστερα, του μοναδικού Πανεπιστημίου μας, των Αθηνών. Εκεί
διδασκόταν η χημεία, με αντικειμενικό όμως σκοπό την παροχή των χρησιμοτάτων γνώσεών της προς συμπλήρωσι της μορφώσεως των γιατρών, των φαρμακοποιών και των καθηγητών των σχολείων, τους οποίους
εξεπαίδευε, και ακόμη, λίγο αργότερα, εκείνων που σπούδαζαν πρακτικές τέχνες, στα λίγα και υποτυπώδη τεχνικά σχολεία της εποχής.
Τα τελευταία χρόνια, από τις στήλες της «Βιομηχανικής Επιθεωρήσεως» παρουσίασα τους μεγάλους χημικούς, που από τις αρχές του 20ου αιώνος εδραίωσαν κι ανέδειξαν την επιστήμη τους. Προγενέστερα όμως
απ' αυτούς υπήρξαν και οι ολίγοι, της παλαιότερης εποχής, που πρωτοδίδαξαν τη χημεία και που δικαιούνται ανάλογης, ασφαλώς, αν όχι ανώτερης ακόμη τιμής. Και μεταξύ αυτών, οι δύο κορυφαίοι διδάσκαλοί
της: Ο Ξαβέριος Λάνδερερ και ο Αναστ. Χρηστομάνος.
Ο Ξαβέριος Λάνδερερ γεννήθηκε σε προάστιο του Μονάχου της Βαυαρίας το 1809, σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική στο εκεί Πανεπιστήμιο και αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας. Στην Ελλάδα τον
έστειλε νεώτατο, το 1833, ο Βασιλεύς Λουδοβίκος για να υπηρετήση τον γυιό του Βασιλέα Όθωνα, ως αρχιφαρμακοποιός του. Στρατιωτικός φαρμακοποιός αρχικά, διορίσθηκε, μόλις ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο
Αθηνών, έκτακτος καθηγητής του για τα μαθήματα της Γενικής Χημείας και της Πειραματικής Φυσικής (14 Απριλίου 1837) και σε λίγο τακτικός καθηγητής της ίδιας έδρας (11 Ιανουαρίου 1838).
Μετά τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, απολύθηκε ως αλλοδαπός, σε εφαρμογή του σχετικού γενικού μέτρου, για να ξαναδιορισθή σε λίγο (12 Σεπτεμβρίου 1844), ως τακτικός καθηγητής της Φαρμακευτικής
Χημείας, της Συνταγολογίας και της Βοτανικής, και να συνεχίση διδάσκοντας, έκτοτε, με εξαιρετικό ζήλο, επί ολόκληρη 25ετία. Στις 17 Ιανουαρίου 1869 λόγοι υγείας τον ανάγκασαν να παραιτηθή, αλλά στις 26
Ιουνίου 1875 διορίσθη εκ νέου ως επίτιμος πια καθηγητής.
Επιστήμων εμβριθείς και πολυπράγμων, ερευνητής ακούραστος, διδάσκαλος ευφραδής και απολαυστικός, πρόσφερε και σαν πνευματικός άνθρωπος και σαν κοινωνικός παράγων πολύτιμες υπηρεσίες στον τόπο
μας, τον πρωτόγονο ακόμη τότε και καθυστερημένο. Τον αγάπησε, του αφοσιώθηκε και έγινες ένας αληθινός Έλληνας. Κοντά στις άλλες πολύτιμες υπηρεσίες του για τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του κράτους
της εποχής εκείνης, στις οποίες ανταποκρίθηκε, του ανήκει η τιμή να είναι ο πρώτος που δίδαξε επί πανεπιστημιακού επιπέδου, τη χημεία στην Ελλάδα. Χημικός, φαρμακοποιός και ιατρός συγχρόνως, προσέτρεχε
και βοηθούσε πρόθυμα και ακούραστα όπου ζητούσαν τη συνδρομή του.
Διατέλεσε μέλος του Ιατροσυνεδρίου για πολλά χρόνια, άμισθος καθηγητής της Χημικής Τεχνολογίας στο σχολείο των Τεχνών (1833 - 1868), συνεργάσθηκε στην ίδρυσι του Οφθαλμιατρείου και το βοήθησε στη
λειτουργία του, οργάνωσε τις ολυμπιακές εκθέσεις και δούλεψε αποτελεσματικά και για πολλούς ακόμη ελληνικούς και ξένους επιστημονικούς οργανισμούς και ιδρύματα. Παντού και πάντοτε έτοιμος για όλα.
Ιδιαίτερα μνημονεύεται η με αυτοθυσία προσωπική του συμβολή στην καταστολή της πανώλους, που κτύπησε τον Πόρο το 1837.
Τα μαθήματά του, πριν κτισθή το Πανεπιστημίο, γίνονταν στο Βασιλικό Φαρμακείο, στη γωνία των δρόμων Ακαδημίας και Κηφισίας (στο κτίριο που μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε ως υπουργείο Στρατιωτικών) και
τα παρακολουθούσαν, εκτός από τους φοιτητάς, και πολλοί ιδιώται ακροαταί. Κινούσαν ζωηρό το ενδιαφέρον για τη γλαφυρότητά τους και την εντυπωσιακή διατύπωσι, αλλά και για τη θεαματικότητα των
πειραμάτων χημείας και φυσικής που εκτελούσε. Στο στρατιωτικό φαρμακείο στεγαζόταν επίσης και το προσωπικό του μικρό χημικό εργαστήριο, που είχε δημιουργήσει με δικές του δαπάνες. Ο Λάνδερερ έφθανε
στην αίθουσα του μαθήματος με παραγεμισμένες τις τσέπες της φαρδιάς ρεδιγκότας του από χημικά σκεύη και ουσίες, για τα πειράματα που σε λίγο θα παρουσίαζε. Τα σπασμένα ελληνικά του δεν χαλούσαν την
πηγαία ευφράδεια και μάλιστα με τους ιδιωματισμούς τους, προκαλούσαν ακόμη μεγαλύτερο το ενδιαφέρον.
Αργότερα, όταν χτίσθηκε το Πανεπιστήμιο, το υποτυπώδες χημείο του, που εν τω μεταξύ ενισχυόταν και από το κράτος, με ετήσια επιχορήγησι 600 δραχμών, μεταφέρθηκε σε δωμάτιο της βορεινής πλευράς του, ενώ
τα μαθήματα διδάσκονταν στην αίθουσα της Φιλοσοφικής Σχολής.
Η αγάπη του για την επιστήμη του και το ακούραστο ενδιαφέρον του για τη νέα του πατρίδα, εκδηλωνόταν και με το ερευνητικό του έργο για τον φυσικό της πλούτο, το οποίο υπήρξε αξιόλογο, μάλιστα όταν κριθή
υπό τις δύσκολες συνθήκες και τα πενιχρά μέσα της εποχής. Ασχολήθηκε κυρίως με τα ιαματικά μας νερά και δημοσίευσε σχετικές μελέτες που περιγράφουν τη σύστασί τους, την ωφελιμότητά τους και τη
θεραπευτική τους εφαρμογή. Έγραψε για τα νερά της Μήλου, της Κύθνου, της Υπάτης, της Αιδηψού, των Θερμοπυλών και των Μεθάνων. Και άλλα θέματα ερεύνησε και πολλά γι' αυτά δημοσίευσε, σε ελληνικά και
σε ξένα ειδικά περιοδικά. Ακούραστος επίσης συλλέκτης, απέκτησε πλούσια βιβλιοθήκη και κατάρτισε συλλογές φαρμακογνωστικές και ορυκτολογικές.
Πολυγραφότατος, εξέδωσε πολλά διδακτικά βιβλία που υπήρξαν πολύτιμα στην εποχή τους για τους φοιτητάς του και τον άλλο κόσμο και είναι από τα πρώτα του χημικού κλάδου. Η δουλειά του αυτή ήταν
δύσκολη και κουραστική για εκείνον, αφού οι γνώσεις του της ελληνικής υστερούσαν. Και όμως κατόρθωνε να ξεπερνάη το εμπόδιο αυτό με επιτυχία. Στα συγγράμματά του περιλαμβάνονται: Αναλυτική Χημεία
(1842), Χημεία (ανόργανος 1840, οργανική 1842) [Γενική Χημεία: Ανόργανος, Οργανική Αναλυτική Χημεία (1861) ή εδώ], Οδηγίαι προς παρασκευήν Χημικών και Φαρμακευτικών σκευασμάτων (1857), Εγχειρίδιον Ζωολογίας (1844), Εγχειρίδιον Συνταγολογίας (1845), Εγχειρίδιον Τοξικολογίας (1843) κ.ά.
Τη φημισμένη αναλυτική του δεξιοτεχνία, που γινόταν με τα ολίγα και πτωχά μέσα του εργαστηρίου του, τη συμπλήρωνε, χρησιμοποιώντας και τη γλώσσα του. Δοκίμαζε κάθε τι που ανέλυε, ακόμη κι εκείνα που
ήσαν ή φαίνονταν αηδή και αποκρουστικά. Απαράδεκτο αυτό για τον πολύ κόσμο, υπήρξε αφορμή να τον χαρακτηρίζουν μερικοί ως «ρυπαρό».
Αγαθός τον χαρακτήρα, αεικίνητος, πρόθυμος και καταδεκτικός προς όλους, πνευματώδης και ετοιμόλογος, γνωρίσθηκε πολύ και αγαπήθηκε από όλους τους Αθηναίους. Πολλά διηγούνται για την ιδιωτική του
ζωή και πολλά αναφέρονται επεισόδια και συναρπαστικά «ανέκδοτα», άλλα ιστορικώς εξακριβωμένα, και μερικά, που ίσως τα έπλασε η φαντασία του κόσμου και αποδίδονται σε εκείνον, λόγω του θρύλου που
περιβάλλει το άτομό του.
Ο Ξ. Λάνδερερ, που έφθασε στον τόπο μας νεώτατος, μόλις 24 χρονών, που πολύ εργάσθηκε γι' αυτόν κι επέρασε ολόκληρη τη ζωή του στην αγαπημένη του Αθήνα και που τόσο αγαπήθηκε και θαυμάστηκε από
όλους τους Έλληνες, πέθανε στις 7 Ιουλίου του 1885.
Δεύτερος και ακόμη μεγαλύτερος στη χημεία, κατά τον περασμένο αιώνα, είναι ο Αναστάσιος Χρηστομάνος. Εκείνος που πρώτος τη ρομαντική μορφή της διδασκαλίας, την απλή περιγραφή δια της αφηγήσεως και
του θεαματικού πειράματος, την αναμόρφωσε και την ανέβασε στον τόπο μας σε πραγματικά ανώτερο πανεπιστημιακό επίπεδο, εφαρμόζοντας τις προοδευτικότερες επιστημονικές αντιλήψεις.
Η οικογένειά του, παλαιά αρχοντική του Μελένικου της Μακεδονίας, ελληνικού προπύργιου των κατά των Βουλγάρων αγώνων, για να γλυτώσει από τους συνεχείς διωγμούς, εγκαταστάθηκε κατά τις αρχές του 19ου
αιώνος στη Βιέννη. Ο πατέρας του, εύπορος έμπορος από τον γάμο του με τη Μαρία Καζάζη, κόρη ευπόρου επίσης οικογενείας της Ναούσης, απέκτησε τον Αναστάσιο (8 Μαρτίου 1841) και μία κόρη, την
Αικατερίνη, την μετέπειτα κυρία Λασκαρίδου.
Ο Αναστάσιος ανατράφηκε και διδάχθηκε κατά τον αυστηρότερο ελληνοπρεπή τρόπο, με όλους τους κανόνες, εθνικούς και θρησκευτικούς, που απαιτούσε η εποχή εκείνη για τα ελληνόπουλα των μεγάλων
οικογενειών. Κοντά στα γερμανικά έμαθε άριστα την ελληνική γλώσσα από διαπρεπείς δασκάλους και σοφούς προστάτες, που ανήκαν στον οικογενειακό του κύκλο: Όπως οι ιατροί Κων. Θεσπιέας και Εμμ.
Αθανασίου, ο Δεπάστας, που μεταγενέστερα υπηρέτησε ιερεύς στη Μασσαλία, ο Κύριλλος Χαιρωνίδης, αρχιεπίσκοπος Πατρών, ο μουσουργός Αλέξ. Κατακουζηνός. Η σχολική του μόρφωσι συμπληρωνόταν και
από αυστηρή διαπαιδαγώγησι. Αναγνώστης στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης, βοηθούσε με κατάνυξι, σ'όλες τις ιεροτελεστίες της, φορώντας το ράσο και διαβάζοντας με τη λαμπάδα στο χέρι, χωρίς
όμως αυτή του η αφωσίωσι να τον απομακρύνη και από τη λατρεία που έτρεφε για τις φυσικές επιστήμες. Από παιδί ακόμη, παρακολουθούσε σαν ακροατής στο Πολυτεχνείο τα μαθήματα των καθηγητών Pisko
και Schroetter, επαναλαμβάνοντας κατόπιν στο σπίτι τα επικίνδυνα πειράματά τους.
Όταν αργότερα, το 1855, για λόγους υγείας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκάσθηκε να φύγη από τη Βιέννη, εκείνος έμεινε εκεί μόνος, εγκαταλείποντας κάθε σκέψι για σταδιοδρομία στο εμπόριο, όπως
επιθυμούσε ο πατέρας του, και συνεχίζοντας τα μαθήματά του στο εκεί βιοτεχνικό γυμνάσιο.
Το 1858 πήρε το απολυτήριό του, ένατος μεταξύ των 200 αποφοίτων του, κι έδωσε αμέσως τις κατατακτήριες εξετάσεις στο Πολυτεχνείο της Βιέννης. Τότε κινδύνευσε ν' αλλάξη τον δρόμο που ονειροπολούσε ν'
ακολουθήση. Ήλθε στην Αθήνα για τους γάμους της αδελφής του και για μικρό διάστημα παρακολούθησε μαθήματα στο λύκειο του Γρηγ. Παπαδοπούλου και συνάμα στο σχολείο ζωγραφικής του Πολυτεχνείου.
Οι δικοί του επέμεναν να μείνη εδώ, σπουδάζοντας στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο, αλλά οι συμβουλές των φίλων καθηγητών της οικογενείας του, του Ξ. Λάνδερερ, κοντά στον οποίο είχε για λίγο δουλέψει σαν
αναλυτικός βοηθός του, του Αν. Κωνσταντινίδου και του Φιλίππου Ιωάννου, επέτυχαν την άδεια του πατέρα του για να συνεχίση τις σπουδές του στη Βιέννη.
Αρχικά φοίτησε στο εκεί Πολυτεχνείο, αλλά γρήγορα το εγκατέλειψε για να εγγραφή στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Giessen, κατόπιν στο Βερολίνο και τελευταία στη Καρλσρούη (1859), όπου
δούλεψε κοντά στον καθηγητή της Χημείας Welzien. Επεδίωκε ν' ακολουθήση και να ασχοληθή επαγγελματικά σ' ένα σχετικά πρακτικό κλάδο.
Κατά τις σπουδές του των χρόνων εκείνων, γνώρισε και μαθήτευσε σε εξέχουσες προσωπικότητες της χημικής επιστήμης: Τους Kekule, Dumas, Wuertz, Hofmann, Liebig, Gorup-Bezenez, Hlasinetz,
Rochleder, Saintclair-Deville, Canizzaro, Bunsen. Ιδιαίτερα συνδέθηκε με τον τελευταίο, στο εργαστήριο του οποίου εργάσθηκε ως μαθητευμόμενος και κατόπιν ως βοηθός. Στο
Πανεπιστήμιο της Καρλσρούης φοίτησε μέχρι το 1861, για να συνεχίση και να τελειώση στο παλαιό και ιστορικό της Χαϊδελβέργης, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα, εκτός
του Bunsen, και άλλων σοφών καθηγητών, των Carius, Erlenmeyer, Kirchoff και Blum. Διακρινόταν για την εργαστηριακή του δεξιοτεχνία κι έπαιξε σημαντικό ρόλο ως βοηθός
των Bunsen, Kirchoff και Roscoe κατά τις τότε μεγάλες ανακαλύψεις τους.
Ο θάνατος του πατέρα του Κωνσταντίνου, κατά το 1861, με επακόλουθο την καταστροφή της επιχειρήσεώς του, υπήρξε μεγάλο για τον Αναστάσιο κτύπημα και προβλημάτισε τη συνέχισι των σπουδών του. Με τη
βοήθεια όμως φίλων του και την επίμονη συμπαράστασι της μητέρας του, ξεπέρασε την περιπέτεια αυτή κι έδωσε τις διδακτορικές του εξετάσεις, υποστηρίζοντας ερευνητική εργασία, με θέμα την ανιλίνη την
παραλαμβανομένη από την λιθανθρακόπισσα.
Το 1862, διδάκτωρ πλέον, γύρισε στην Ελλάδα, ύστερα από πρόσκλησι του Επαμ. Δεληγιώργη, που του ζητούσε να συμπαρασταθή κι εκείνος στην τότε αναδημιουργική κυβερνητική εξόρμησι. Διορίσθηκε αρχικά στο
Εθνικό Διδασκαλείο και αμέσως κατόπιν, το 1863, σε θέσι υφηγητού στο Πανεπιστήμιο. Από τότε εγκαινιάζεται το μεγάλο εκπαιδευτικό του έργο, για τη διδασκαλία και γενικώτερα την ανάδειξι της χημείας στον
τόπο μας.
Αναλαμβάνοντας τη νέα θέσι, δημιούργησε αμέσως, με έξοδα δικά του, που έφθασαν τις 8.000 δραχμές, το πρώτο πανεπιστημιακό χημείο και για τη στέγασί του επέτυχε να του παραχωρήσουν το προς βορράν
υπόγειο της δυτικής αυλής του κεντρικού κτιρίου. Κι άρχισε αμέσως τα μαθήματά του και για πρώτη φορά την εργαστηριακή άσκησι των φοιτητών του στη χημεία. Εκτός της Γενικής Χημείας, σε συνεργασία με τον
καθηγητή Ξ. Λάνδερερ, δίδασκε επίσης, και από την έδρα και από τον πάγκο του εργαστηρίου του, την Αναλυτική Χημεία, εφαρμόζοντας μάλιστα την ιδική του συστηματοποιημένη σειρά μαθημάτων, με τους
ειδικούς αναλυτικούς πίνακες που αμέσως εξέδωσε.
Ο Χρηστομάνος δεν περιοριζόταν μόνο στην πανεπιστημιακή διδαχή. Οι κρατικοί αρμόδιοι που εκτιμούσαν τις ικανότητές του και γνώριζαν τον πλούτο των γνώσεών του, όλο και περισσότερο του ανέθεταν τις
σχετιζόμενες με την ειδικότητά του κρατικές υποθέσεις. Μεταξύ των πολλών ζητημάτων που πρόθυμα επωμίσθηκε θα πρέπει να μνημονεύσουμε την κατάρτισι του προγράμματος των μαθημάτων και του καταλόγου
των απαιτουμένων οργάνων διδασκαλίας χημείας και φυσικής για τα γυμνάσια και τη Σχολή Ευελπίδων, την ταξινόμησι των βιβλίων των Φυσικών της Βιβλιοθήκης, τη διδασκαλία της Πειραματικής Φυσικής στη
Σχολή των Τεχνών (Πολυτεχνείο), τη μελέτη του σημαντικού για την εποχή θέματος των σκωριών και των εκβολάδων Λαυρείου. Για προβλήματα που παρουσιάζονται στη βιοτεχνία και τη νηπιακή ακόμη τότε
βιομηχανία μας, σ' εκείνον προσέτρεχαν για να τα επιλύση. Όλες τις χημικές αναλύσεις, που είχαν κάποιο ξεχωριστό ενδιαφέρον, εκείνος όφειλε, και μάλιστα μόνος, προσωπικά, να τις εκτελέση, αφού άλλος
αρμόδιος δεν υπήρχε.
Στην αρχή της σταδιοδρομίας του ένα έκτακτο γεγονός έγινε αφορμή να εκτιμηθούν οι ικανότητές του και να θαυμασθούν οι πολυειδείς γνώσεις του. Ήταν η κατά το τέλος Ιανουαρίου 1866 έκρηξι του ηφαιστείου
της Σαντορίνης. Για τη μελέτη του φαινομένου τον έστειλαν εκεί σαν μέλος επιτροπής ειδικών, στην οποία μετείχαν ακόμη ο γεωλόγος-μηχανικός Π. Βουγιούκας, ο πλοίαρχος Λ. Παλάσκας, ο καθηγητής Ηρ.
Μητσόπουλος και ο διευθυντής του Αστεροσκοπείου Ιούλ. Σπιθ. Ανέλαβε πρωτοβουλία και οι επί τόπου επιτυχείς παρατηρήσεις του, που τις εκτελούσε με κίνδυνο της ζωής του, οι αναλύσεις του επί των αερίων που
εκλύονταν και της λάβας που αναδυόταν από τη θάλασσα, σχηματίζοντας τη νέα νησίδα Αφρόεσσα, ιδιαίτερα εκτιμήθηκαν κι αποτέλεσαν τη βάσι για την όλη έρευνα και την κατάρτισι της σχετικής μελέτης του
φαινομένου.
Η προσφορά του αυτή και η επιτυχία, που σημείωσαν τα πανεπιστημιακά του μαθήματα, αμείφθηκαν με τον διορισμό του (13 Απριλίου 1866) ως εκτάκτου καθηγητού της Γενικής Χημείας. Από τότε προχωρεί
αποδοτικώτερα το μορφωτικό του έργο, δια μέσου όμως, πάντοτε, πολλών αντιδράσεων και εμποδίων, που του δημιουργούσε το ασφυκτικό πνευματικό κλίμα του απόλυτου κλασσικισμού. Δείγμα αυτής της
σκληρής πολεμικής είναι και η εναντίον του επίθεσι εγκαθέτων τον Οκτώβριο 1866, κατά την οποία με ρόπαλα καταστράφηκαν τα όργανα των πειραμάτων και κινδύνευσε από πυροβολισμούς η ζωή εκείνου και των
ακροατών του. Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις, από μέρους φωτισμένων συναδέλφων του, που αναγνώριζαν την προσπάθειά του και την βοηθούσαν, όπως ο τότε πρύτανις Α. Ραγκαβής. Εκείνος, μεταξύ άλλων,
ενέκρινε και τη μεταφορά του χημείου του στο επάνω πάτωμα και την παραχώρησι δωματίου για την άνετη εκτέλεσι των φοιτητικών ασκήσεων.
Επίμονη όμως επιδίωξι του Α. Χρηστομάνου, μετά μάλιστα την προαγωγή του σε τακτικό καθηγητή (18 Ιανουαρίου 1869), ήταν πάντοτε η ίδρυσι ιδιαιτέρου, σε ξεχωριστό κτίριο, εργαστηρίου, που να μπορή να
δικαιολογήση τον τίτλο αληθινού χημείου. Η ιδέα του αυτή αρχίσει να υποστηρίζεται, μόλις το 1872, από τον πρύτανι Κ. Ρουσάκη. Μετά την αγορά, αντί δραχμών 150.000, του επί της οδού Ακαδημίας άλλοτε
λυκείου Γρηγ. Παπαδοπούλου, του παραχωρείται η πίσω του κτιρίου αυτού αυλή κι εκεί κτίζεται καινούργια οικοδομή, με είσοδο από την οδό Μασσαλίας. Αυτή περιλαμβάνει αίθουσες ασκήσεως των φοιτητών,
εργαστήριο καθηγητού και αμφιθέατρο διδασκαλίας. Είναι το εργαστήριο που τα επόμενα 15 χρόνια στέγασε ανεκτά τον Χρηστομάνο (αργότερα χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από τους γιατρούς) και του
εξασφάλισε και για τα μαθήματα και για τις έρευνές του επαρκή χώρο.
Ακούραστος όμως εκείνος και ακόμη ανικανοποίητος, εξακολούθησε πάντοτε να επιδιώκη την απόκτησι ενός μεγάλου χημείου, εξοπλισμένου με όλα τα σύγχρονα μέσα. Ήταν, άλλωστε, η εποχή που σ' όλα τα
προοδευμένα κράτη ιδρύονται τέτοια ειδικά ερευνητικά κέντρα. Επί πρυτάνεων Κ. Ν. Κωστή και Γ. Καραμήτσα (1885-1887), η επιμονή του νικά και αρχίζει η ανέργεσι του νέου χημείου, στο οικόπεδο της οδού
Σόλωνος, που είχε αγορασθή επί πρυτάνεως Π. Καλλιγά. Παρακάμπτεται η αντίδρασι των αντιθέτων που επιδίωκαν να κτίσουν εκεί πανεπιστημιακή εκκλησία ή θέατρα για κλασσικές παραστάσεις. Ο χώρος, ύστερα
από πολλούς αγώνες, διατίθεται τελικά για ένα ναό της «δαιμονικής» επιστήμης, όπως, ακόμη τότε, θεωρούσαν τη χημεία οι αυστηροί κλασσικισταί.
Το Χημείο οικοδομήθηκε σε σχέδιο του διάσημου αρχιτέκτονα Ε. Τσίλλερ, υπό τις οδηγίες όμως, ως προς τη διάταξι των εσωτερικών χώρων και τη λειτουργικότητά τους, του ίδιου του Χρηστομάνου. Η διαμόρφωσι
αυτή ήταν πρωτοποριακή κατά την έμπνευσι και αναγνωρίσθηκε ως πολύ επιτυχημένη, επαινέθηκε δε για την επιτυχία της και από δύο άλλους μεγάλους καθηγητάς της χημείας που βρέθηκαν τότε στην Αθήνα, τον
Ροδ. Φίττιχ και τον Αυγ. Χόφμανν. Η δαπάνη για το κτίριο έφθασε τις 280.000 δραχμές, για τις εσωτερικές εγκαταστάσεις τις 70.000 και για τον εξοπλισμό, σε όργανα και συσκευές, τις 100.000. Το Χημείο
πρωτολειτούργησε το 1889. Στεγάσθηκαν ακόμη σ' αυτό τα εργαστήρια της Πειραματικής Φυσικής και μερικά, μικρότερα άλλα, της Φυσικομαθηματικής Σχολής.
Το Χημείο της οδού Σόλωνος 104, που αποτελείτο αρχικά από ισόγειο και ανώγειο, καταστράφηκε από πυρκαϊά το 1911. Επισκευάσθηκε και ξαναλειτούργησε ανανεωμένο το 1918, με προσθήκη και άλλου ορόφου,
κι αργότερα συμπληρώθηκε μ' ένα ακόμη όροφο. Εξακολουθεί και σήμερα να εξυπηρετή πανεπιστημιακές ανάγκες στεγάζοντας τα εργαστήρια διαφόρων κλάδων της φυσικής και το Φαρμακευτικό Χημείο.
Μεγάλη ικανοποίησι υπήρξε για τον Χρηστομάνο η πραγματοποίησι του παλαιού του ονείρου. Κατά τα επόμενα χρόνια αφιερώθηκε ολόψυχα στην αποστολή του, της μορφώσεως των προσφιλών του μαθητών.
Ακούραστος, κλεισμένος ολημερίς στο νέο μεγάλο Χημείο του, εργαζόταν απομονωμένος από τον άλλο κόσμο. Εκτός από τις φοιτητικές ασκήσεις, που τις επέβλεπε προσωπικά και που του απορροφούσαν όλες τις
απογευματινές ώρες διέθετε για τα πανεπιστημιακά του μαθήματα 12 ώρες την εβδομάδα και μερικές ακόμη για τη διδασκαλία της φυσικής στο Πολυτεχνείο. Και φρόντιζε και τον καθένα, ιδιαίτερα, από τους
φοιτητάς του, παρακολουθώντας και βοηθώντας τον στη μελέτη και στην επίδοσί του, σαν κέρβερος από πάνω του. Αυτή ακριβώς η επιμελημένη θεωρητική και εργαστηριακή εκπαίδευσι στη χημεία είχε το
αποτέλεσμα αρκετοί από τους αποφοίτους φυσικούς να ειδικεύονται και να ακολουθούν κατόπιν το επάγγελμα του χημικού, αντί να διορίζονται καθηγηταί στα σχολεία της μέσης παιδείας.
Το πανεπιστημιακό Χημείο, τον καιρό εκείνο, όπως είπαμε, αποτελούσε τη μοναδική έγκυρη χημική υπηρεσία. Εκεί έπρεπε να γίνουν όλες οι μεγάλου ενδιαφέροντος κρατικές αναλύσεις ακόμη και πολλές ιδιωτικές.
Τρόφιμα, μεταλλεύματα, παραγόμενα και εισαγόμενα προϊόντα εκεί κατέληγαν και για όλα, υπεύθυνα, ο Χρηστομάνος θ' αποφαινόταν.
Πολυάριθμες και σπουδαίου ενδιαφέροντος υπήρξαν οι ερευνητικές του μελέτες. Δεν ήσαν μόνο της κατηγορίας της αναλυτικής διερευνήσεως, αλλά και πολλές υψηλού επιπέδου, σε θέματα συνθέσεως νέων
ενώσεων και εισαγωγής νέων μεθόδων. Μεταξύ των πρώτων, οι έρευνες των ιαματικών νερών Γαργαλιάνων, Βουλιαγμένης, Κυλλήνης, Λουτρακείου, Μεθάνων, Σάριζας και άλλων. Επίσης για τους λιγνίτες της
Κύμης, τους μαγνησίτες της Ευβοίας, τους χρωμίτες, τους οποίους ιδιαίτερα αναλυτικά ερεύνησε και κατέταξε, και πολλά άλλα μεταλλεύματα. Ασχολήθηκε ακόμη και με διάφορα γεωργικά μας προϊόντα.
Μεταξύ της ιδικής του επινοήσεως συσκευών είναι η του προσδιορισμού του ανθρακικού οξέος, η του καθορισμού του ειδικού βάρους ευαποσυνθέτων σωμάτων και η της εξευρέσεως του σημείου τήξεως. Ιδιαιτέρας
επίσης αξίας θεωρούνται οι μελέτες του περί του ειδικού βάρους του αργύρου, περί παρασκευής διφαινυλίου, τριχλωριούχου ιωδίου, τριβρωμιούχου φωσφώρου και περί προσδιορισμού αλκαλιμετάλλων. Τα
πορίσματα των μελετών του αυτών, με την ελληνολατρεία που τον διέκρινε, τα ανακοίνωνε σε περίληψι πρώτα στον «Παρνασσό», που τότε κατείχε την πρωτοκαθεδρία ως πνευματικό κέντρο, και κατόπιν τις
δημοσίευε στα ξένα μεγάλα ειδικά περιοδικά. Η ευρύτης των ενδιαφερόντων του αποδεικνύεται από την ανάμιξί του στα θέματα των σεισμών, που ανέκαθεν ταλαιπωρούσαν την Ελλάδα. Έγραψε περί των σεισμών
της Παρνασσίδος (1870), της Χίου (1883), της Μεσσηνίας (1887), της Σαμοθράκης (1894) και της Θεσαλονίκης (1902).
Μοναδικής αξίας για την εποχή τους υπήρξαν και τα διδακτικά του συγγράμματα. Δημοσίευσε τους Πίνακας Αναλυτικής Χημείας (1865), το πρώτο βιβλίο αυτού είδους, την Εισαγωγή εις την Χημείαν (1871), την
Στοιχειώδη Χημείαν (1878), που προοριζόταν για την κατώτερη εκπαίδευσι, και τέλος το μεγάλο δίτομο σύγγραμμά του, με τίτλο Εγχειρίδιον Χημείας (ανοργάνου και οργανικής εν όλω σελίδες 1.798), που είναι το
πρώτο εκτεταμένο και ανώτερης στάθμης για τον τόπο μας.
Για το μεγάλο και διεθνώς αναγνωρισμένο επιστημονικό του κύρος, περιβαλλόταν με γενική εκτίμησι και αγάπη. Αντιπροσώπευε και τιμούσε τη χώρα μας, με την ακτινοβολούσα παρουσία του, σ'όλα τα σπουδαία
επιστημονικά συνέδρια της εποχής του, όπου συχνά ανεκοίνωνε και ιδικές του εργασίες. Έλαβε μέρος στα εξής: Λειψίας (1872), Φραγκφούρτης (1883), Βιέννης και Βουδαπέστης (1889), εκ νέου Βιέννης (1898),
Παρισίων (1900), Βερολίνο (1903) και Ρώμης (1906).
Ο Αναστ. Χρηστομάνος παντρεύθηκε το 1866 την κόρη του ιατρού Λινδερμάιερ, εγγονή του προύχοντος Αθηναίου Προκ. Βενιζέλου. Από τον γάμο του απόκτησε τέσσερις γυιούς και μια θυγατέρα. Δύο εκ των γυιών
του διέπρεψαν. Ήσαν ο Κωνσταντίνος, διάσημος λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφεύς και αισθητικός της τέχνης, και ο Αντώνιος, διακεκριμένος ιατρός, καθηγητής του Πανεπιστημίου.
Ως επιστήμων και κοινωνικός παράγων, υπήρξε μοναδική προσωπικότητα. Διακρινόταν, πέραν της σοφίας του, για την αξιοπρέπειά του, για την άκαμπτη θέλησί του, για το θάρρος και τη μαχητικότητά του, για τη
γλαφυρότητα του λόγου, για το προς τους φοιτητάς ενδιαφέρον του, για τη λατρεία του προς τα εθνικά ιδανικά και τις παραδόσεις του τόπου. Η κάποια αυστηρότης, που διέκρινε την προς τους άλλους συμπεριφορά
του, ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα των αρχών του χαρακτήρος του, υπέρ των οποίων, πάντοτε ανυποχώρητος, παρείχε τον εαυτόν του ζωντανό υπόδειγμα.
Το 1906, οι πολυάριθμοι μαθηταί του, προς απόδοσιν τιμής για το μεγάλο έργο του, εόρτασαν τη συμπλήρωσι των 40 χρόνων της εκπαιδευτικής του δράσεως, που συμπληρωνόταν κατά τον χρόνο εκείνο. Ο
εορτασμός έγινε στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου στις 6 Μαΐου 1906. Ομίλησαν με ενθουσιασμό, για την πολυσχιδή δράσι του οι συνάδελφοι του καθηγηταί Αν. Δαμβέργης και Τιμ. Αργυρόπουλος και οι
εκπρόσωποι των επιστημονικών και των φοιτητικών οργανώσεων. Τις εκδηλώσεις συμπλήρωσε η έκδοσι πανηγυρικού τεύχους [47 σελίδων], που περιέλαβε τους λόγους, τα ψηφίσματα και τα γράμματα που του εστάλησαν με την
ευκαιρία του εορταστικού γεγονότος. Τα έγγραφα αυτά υπογράφονται από τους τότε κορυφαίους του διεθνούς χημικού πανθέου, όπως μεταξύ των πολλών, οι H. Fresenius, P. Jacobson, E. Fischer, W.
Koenigs, C. Engler.
Τις δάφνες όμως αυτές, που δικαίωσαν τη μεγάλη προσφορά του Αν. Χρηστομάνου, δεν ήταν γραφτό να τις απολαύση εκείνος επί μακρό διάστημα. Παρ' ότι ακμαίος ακόμη και γεμάτος όρεξι για δουλειά, απέθανε
τον ίδιο χρόνο, στις 2 Οκτωβρίου 1906.
Εκτός από τους δύο κορυφαίους διδασκάλους της Χημείας στους οποίους αναφέρεται η παρούσα έρευνα, και μερικοί ακόμη άλλοι δίδαξαν χημεία, κατά τον περασμένο αιώνα, στο Πανεπιστήμιό μας, τους οποίους
επιβάλλεται να μνημονεύσουμε. Είναι οι εξής: Αλέξ. Βενιζέλος (1812-1862), τακτικός καθηγητής της Γενικής Πειραματικής Χημείας (διωρίσθη το 1843), Γεώργιος Ζαβιτσάνος (1838-1893), έκτακτος καθηγητής της
Φαρμακευτικής Χημείας και Συνταγολογίας το 1869 και τακτικός μεταγενέστερα (1875-1881), Γεώργιος Κρίνος (1850-1935), έκτακτος καθηγητής της Φαρμακευτικής και Συνταγολογίας (1881-1882 και 1883-1891),
Αναστ. Δαμβέργης (1857-1920), έκτακτος καθηγητής της Φαρμακευτικής Χημείας το 1892 και τακτικός από το 1893 μέχρι του θανάτου του.
Ιωάννης Δ. Κανδήλης
Ξ. Λάνδερερ, ο πρώτος καθηγητής της Χημείας
Αναστάσιος Κ. Χρηστομάνος: Τα νεανικά του χρόνια
Η πρώτη επιστημονική δράσι του Χρηστομάνου
Η προσφορά του Αν. Χρηστομάνου
Ο καθηγητής χημείας Ξαβιέρος Λάνδερερ (πρώτος από αριστερά) με τους βοηθούς του. Δεξιά του διακρίνεται ο Αναστάσιος Χρηστομάνος. [Από την συλλογή φωτογραφιών του Μουσείου Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών]
Σύμφωνα με το βιβλίο Εμμ. Ι. Εμμανουήλ Ιστορία της Φαρμακευτικής, Αθήναι 1948, σελ. 679 στην φωτογραφία φαίνονται "Οι καθηγηταί Λάνδερερ και Χρηστομάνος μετά των μαθητών των τελειοφοίτων της Φαρμακευτικής Σ. Ραυτοπούλου, Δ. Βασιλείου, Φ. Σταματιάδου, Κ. Παυλάτου, Λ. Δούνια, Ιω. Εμμανουήλ (1868)".
Πορτραίτο του καθηγητή Ξαβιέρου Λάνδερερ.
[Από την συλλογή φωτογραφιών του Μουσείου Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών]
Από το πανηγυρικό τεύχος των 100 ετών του ΕΚΠΑ (1937)