Τη δραστηριότητα των καθηγητών και άλλων επιστημόνων απασχολεί κυρίως η διδασκαλία και δι' αυτής η μεταλαμπάδευση και προσαρμογή των έξωθεν προερχομένων γνώσεων και τεχνικών. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Δημητρίου Χόνδρου. Μετά λαμπρές μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία και έρευνα που άφησε εκεί εποχή, το 1912 διορίζεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκτοτε παύει να ασχολείται με την έρευνα, αφιερώνεται στη διδασκαλία αλλά και σε άλλα πνευματικά ενδιαφέροντα, τα οποία τον βοηθούν να καταστεί ένας γοητευτικός και ενημερωμένος δάσκαλος. Βέβαια, η περίπτωση του Χόνδρου δεν αποτελεί περίπτωση απόλυτα γενική, που αφορά όλους ανεξαιρέτως. Υπήρξαν ενδιαφέροντες μαθηματικοί, όπως ο Γεώργιος Ρεμούνδος και ο Ιωάννης Χατζηδάκης, που συνέχισαν να παράγουν πρωτότυπες δημοσιεύσεις. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι ούτε η κρίσιμη μάζα ερευνητών ούτε οι συνθήκες που επικράτησαν (ανασφάλεια, γλίσχρες οικονομικές απολαβές, απομόνωση από τα διεθνή κέντρα όπου συντελείται η επιστημονική έρευνα αιχμής), ούτε η κοινωνική αναγνώριση τέτοιου είδους δραστηριότητας επέτρεψαν (πάντως μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου) να δημιουργηθούν θερμουργές εστίες πρωτότυπης και καινοφανούς έρευνας στον ελληνικό χώρο.
Η ιατρική αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση. Η κοινωνική ζήτηση αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο γιά την ανάπτυξη της. Οι ιατρικές εταιρείες και τα ιατρικά επιστημονικά περιοδικά πολλαπλασιάζονται στο μεσοπόλεμο. Μέχρι το 1905 εξεδίδετο ένα περιοδικό, ως το 1922 εμφανίζονται άλλα 6 και μέχρι το 1930 άλλα 5. Έως το 1905 υπήρχαν τρεις επαγγελματικές επιστημονικές ιατρικές εταιρείες, μέχρι το 1920 ιδρύονται άλλες 4 και μέχρι το 1930 άλλες 9. Βέβαια ορισμένα επιστημονικά περιοδικά είναι βραχύβια ενώ κατά καιρούς παρατηρείται στασιμότητα, άλλωστε αναμενόμενη, αφού πρόκειται γιά τα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της μικρασιατικής εκστρατείας. Στην ίδια επίσης χρονική περίοδο, ιδρύονται κρατικά νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές ενώ το 1916 ιδρύεται το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ, παράρτημα του Παρισινού. Αποτελεί το μόνο μη πανεπιστημιακό ερευνητικό κέντρο στον τομέα της ιατρικής επιστήμης. Όμως και εδώ είναι προφανής η μεταφορά και η ενσωμάτωση γνώσεων και τεχνικών σε ικανοποιητικό βαθμό, συγχρόνως όμως είναι προφανές ότι το ερευνητικό γίγνεσθαι είναι περιορισμένο, αν όχι ανύπαρκτο. Ο Φ. Πάνας, καθηγητής οφθαλμολογίας στο Παρίσι και γνωστός γιά την ερευνητική του δραστηριότητα, αρνήθηκε το διορισμό του ως καθηγητού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διέβλεψε την αδυναμία συνεχίσεως του έργου του και προτίμησε να βοηθεί τους Έλληνες γιατρούς που μετεκπαιδεύονταν κοντά του. Την ίδια εποχή που ανέρχεται σταδιακά η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, φθίνει η ελληνική επίδραση στην Ιατρική Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Σε αυτή την τελευταία (που ιδρύθηκε το 1856) το ελληνικό στοιχείο πέρασε από περίοδο ακμής. Το 1871 αποτελούνταν κατά πλειοψηφία από Έλληνες καθηγητές.
Δεν Θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι η ανάπτυξη των επιστημών στη νεότερη Ελλάδα αποτελεί μια ιστορία συνεχούς προόδου άνευ συγκρούσεων και με απουσία διαμάχης. Κατόπιν των έντονων ενεργειών του Α. Χρηστομάνου, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά από επανειλημμένες καθυστερήσεις, χωρίζεται το 1904 η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών σε δυό νέες σχολές, τη Φιλοσοφική και τη Φυσικομαθηματική, η τελευταία με δυό τμήματα, το Μαθηματικό και το Φυσικό. Σε αυτή τη σχολή προσαρτάται και το Φαρμακευτικό Σχολείο. Το 1919 ιδρύεται το Χημικό Τμήμα, αφού πρώτα πολλαπλασιάσθηκαν οι χημικές έδρες και κτίστηκε το κτίριο του Χημείου. Το 1922 το Φαρμακευτικό Σχολείο μετονομάζεται σε Φαρμακευτικό Τμήμα της ίδιας σχολής. Το 1935 ιδρύεται το Φυσιογνωστικό Τμήμα, που αναλαμβάνει τη δια-μόρφωση γεωλόγων και φυσιοδιφών - βιολόγων.
Κάθε ίδρυση τμήματος προϋποθέτει ή απαιτεί εκ των υστέρων τη δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων του. Η αναγνώριση του επαγγέλματος του χημικού αποτέλεσε πεδίο αντιπαραθέσεων και συζητήσεων πριν θεσμοποιηθεί. Η συνήθης διέξοδος (γιά μαθηματικούς, φυσικούς, φυσιογνώστες) ήταν ο διορισμός τους σε θέσεις καθηγητών στα γυμνάσια.
Και όμως οι ανάγκες σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν προφανείς. Ένα σημαντικό τμήμα της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας, η λεγόμενη χημική βιομηχανία, απαιτούσε την παρουσία χημικών. Το 1884 ο Σπήλιος Οικονομίδης ιδρύει μια χημική βιομηχανία χρωμάτων, την οποία επεκτείνει αργότερα ο αδελφός του Λεόντιος. Είναι τα Χρωματουργεία Πειραιώς, η ΧΡΩΠΕΙ. Το 1910 ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος (ιδρυτής της βιομηχανίας τσιμέντων) και ο Νικόλαος Κανελλόπουλος ιδρύουν στον Πειραιά το εργοστάσιο της εταιρείας χημικών προϊόντων και λιπασμάτων, στο οποίο αργότερα θα λειτουργήσει και υαλουργείο. Υπάρχει λοιπόν μια ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας. Την ανάγκη μορφώσεως χημικών έσπευσε να πληρώσει ο χημικός Όθων Ρουσόπουλος ιδρύοντας τη «Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία» το 1894 στον Πειραιά, η οποία αργότερα, το 1896, μετακομίζει στην Αθήνα. Στο ιδιωτικό αυτό εκπαιδευτικό ίδρυμα, ένα μικρό Πολυτεχνείο, λειτούργησαν ένα προπαιδευτικό σχολείο, είδος πρακτικού γυμνασίου, και οι Σχολές Χημικών Βιομηχάνων (με τμήματα Ζυμοτεχνών, Ελαιουργών και Ζωοτεχνών), Γεωργική (με εξειδικεύσεις γεωπόνων, σηροτρόφων, τυροκόμων, μελισσοκόμων), Εμπορική (γιά λογιστές, εμπόρους, υπαλλήλους τραπεζών), Αρχιτεκτονική (γιά αρχιτέκτονες και σχεδιαστές), Μεταλλευτική - Μεταλλουργική (γιά μηχανουργούς και μηχανολόγους μηχανουργείων και βιομηχανίας, μηχανικούς πολεμικού και εμπορικού ναυτικού, τεχνικούς σιδηροδρόμων) καθώς και Σχολή Εμπορικού Ναυτικού. Είχε επίσης προσαρτημένα τμήματα γιά εκμάθηση ξένων γλωσσών και γιά ασυρματιστές. Είναι προφανές ότι η Ακαδημία κάλυπτε ένα μεγάλο τμήμα σπουδών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, της μετέπειτα Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής και της Ανωτέρας Εμπορικής Σχολής. Η Ακαδημία του Ρουσόπουλου εξέδιδε και Δελτίο με μελέτες και επιστημονικές πληροφορίες. Το 1905 ο Ρουσσόπουλος εξασφαλίζει την αναγνώριση των τίτλων σπουδών που απονέμει η Ακαδημία του ως ισοτίμων με εκείνους που απονέμουν αντίστοιχα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Ιταλία. Με αυτή την αναγνώριση ένα μέσης στάθμης εκπαιδευτικό ίδρυμα καθίστατο ισότιμο με το Πολυτεχνείο. Με έντονες αντιδράσεις του Πολυτεχνείου και τη συμπαράσταση της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου, με απεργίες φοιτητών κατορθώνεται η ανάκληση από το κράτος της αναγνώρισης της Ακαδημίας Ρουσοπούλου. Η Ακαδημία λειτούργησε ως το 1923, του θανάτου του ιδρυτή της επελθόντος το προηγούμενο έτος.
Το κατ' εξοχήν τεχνικό εκπαιδευτήριο της χώρας, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σε αυτή την περίοδο αναβαθμίστηκε σε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Η πορεία του ήταν μακρά. Άρχισε με την Πολυτεχνική Συλλογή (1834) και το Κυριακάτικο Σχολείο (1836), ένα σχολείο γιά την εκπαίδευση τεχνιτών, αλλά αναγνωρίζεται από το 1887 ως ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης και παίρνει τον τίτλο Βιομηχάνων Τεχνών με σχολές Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανουργών, Γεωμετρών και Εργοδοτών. Το 1910 υφίσταται και αυτό την εκκαθάριση των καθηγητών με την απόλυση και του διευθυντή του Κ. Μητσόπουλου. Από το 1912 με 1913 διακόπτει τη λειτουργία του αλλά το 1914 ονομάζεται οριστικά Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ισότιμο με το Πανεπιστήμιο Αθηνών (που και εκείνο το 1911, γιά να ικανοποιήσει τους όρους ενός κληροδοτήματος χωρίζεται στα δύο, στο Καποδιστριακό - με σχολές Θεολογική, Φιλοσοφική, Νομική - και στο Εθνικό - με σχολές Ιατρική και Φυσικομαθηματική). Συγχρόνως τα επόμενα χρόνια ιδρύεται στο ΕΜΠ σχολή Αρχιτεκτόνων, σχολή Χημικών Μηχανικών, σχολή Τοπογράφων Μηχανικών και μετονομάζεται η σχολή Μηχανουργών σε σχολή Μηχανολόγων.
Το 1910 αποχωρίζεται οριστικά η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το Πολυτεχνείο.
Μια άλλη, ανωτέρα κατ' αρχήν, σχολή ιδρύεται επίσης το 1920, η Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών, που σύντομα το 1926 θα μετονομασθεί σε Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών.
Με την ίδρυση των νέων αυτών σχολών συμπληρώνεται ένας πλήρης κύκλος σπουδών πανεπιστημιακής στάθμης και σε τεχνικούς και σε οικονομικούς κλάδους. Είναι ίδιο της εποχής το άνοιγμα σε εφαρμοσμένους και οικονομικά ενδιαφέροντες κλάδους συμπληρώνοντας έτσι μία κατά σημαντικό βαθμό θεωρητική πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχεδίαζε την ίδρυση ενός διεθνούς Πανεπιστημίου στη Σμύρνη και γι' αυτό το σκοπό μετακάλεσε το διάσημο Έλληνα μαθηματικό, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή. Παρά τις εύστοχες και δημιουργικές πρωτοβουλίες του Καραθεοδωρή, η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε με την πτώση της Σμύρνης κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Καραθεοδωρής για ένα χρόνο (1922 -1923) χρημάτισε καθηγητής ανωτέρων μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μεταξύ των άλλων επιστημονικών ασχολιών του μελέτησε τα προβλήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρότεινε λύσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας του.
Οι πανεπιστημιακοί θεσμοί και οι απολύσεις καθηγητών
Το 1922, με νόμο που κατάρτισε ο Δ. Παππούλιας, το Πανεπιστήμιο αποκτά για πρώ-τη φορά έναν πλήρη κανονισμό λειτουργίας του και μια σχετική ανεξαρτησία. Από την εποχή του Χ. Τρικούπη οι διορισμοί καθηγητών υπάκουαν στις αποφάσεις των συνελεύσεων των καθηγητών χωρίς αρχικά τούτο να είναι και νομοθετικά κατοχυρωμένο. Αυτό δεν ετηρείτο πάντοτε. Οι κυβερνήσεις παρενέβαιναν στη λειτουργία του Πανεπιστημίου διορίζοντας ή απολύοντας καθηγητές. Η πρακτική από την εκάστοτε κυβέρνηση των απολύσεων των εν ενεργεία καθηγητών άρχισε με τα πρώτα χρόνια από την ίδρυση του Πανεπιστημίου και συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, μια πρακτική μακράς διάρκειας, 140 χρόνων. Αποτελούσε τρόπο ελέγχου του καθηγητικού σώματος, μιας ομάδας ατόμων που επηρέαζαν ή θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα ευάλωτα πνεύματα της νεολαίας σε κατάλληλη περίσταση. Συνήθως μαζικές απολύσεις γίνονται σε χρονικές στιγμές απότομης πολιτικής αλλαγής αλλά όχι αποκλειστικά. Το 19ο αιώνα με την αλλαγή του 1843 απολύονται οι Βενθύλος, Θ. Μανούσης και Κ. Νέγρης. Ο τελευταίος μετά από λίγους μήνες επαναδιορίζεται για να απολυθεί και πάλι το 1845 μαζί με τους Κ. Δομνάνδο και Π. Καλλιγά, επειδή ψήφισαν ως συγλητικό εκπρόσωπο του Πανεπιστημίου τον Αλ. Μαυροκορδάτο, που δεν ήταν αρεστός στην τότε κυβέρνηση. Το 1845 απολύονται και οι ξένοι (Φέδερ, Τράιμπερ, Ρος και ο Λάνδερερ, που όμως σύντομα ξαναδιορίζεται). Προ της εκθρόνισης του Όθωνος απολύονται οι Ν. Σαρίπολος, Α. Γεννάδιος και άλλοι, που σύντομα ξαναδιορίζονται. Το 1881 απολύονται οι Ν.Χ. Νικολαΐδης, Ιωάννης Ζωγράφος και Γ. Κρίνος, που ξαναδιορίζεται μετά δυό έτη. Το 1892 απολύεται ο Ν. Γουναράκης γιά πρώτη φορά. Θα επαναδιοριστεί και θα απολυθεί και πάλι άλλες δύο φορές. Πρόκειται προφανώς γιά πρόσωπα με πολιτική δράση.
Η μεγάλη όμως μαζική απόλυση είναι εκείνη της εκκαθαρίσεως του 1910. Η κυβέρνηση που προήλθε από την επανάσταση αποφασίζει να θέσει υπό κρίση το σύνολο των καθηγητών. Αρχικά, η διαδικασία προβλέπει τη συμμετοχή και πανεπιστημιακών καθηγητών σε επιτροπή, τα πορίσματα της οποίας θα υποβληθούν στην κυβέρνηση, χωρίς αυτά να είναι και δεσμευτικά. Φαίνεται ότι η επιτροπή δεν θέλησε να συναινέσει στην έκφραση γνώμης (αν και τρεις καθηγητές είχαν διαφορετική γνώμη). Τελικά, τον Ιούλιο του 1910, η κυβέρνηση (με τη βοήθεια και των εισηγήσεων του Δ Γληνού) απολύει μαζικά πάνω από 20 καθηγητές. Απομένουν στο Πανεπιστήμιο 37 μόνο τακτικοί καθηγητές. Στους απολυθέντες συμπεριλαμβάνονται από τη Νομική οι Ν. Δαμασκηνός, Α. Κρασσάς, Ν. Γουναράκης, Κ. Πολυγένης και Γ. Στρέιτ, από τη Φυσικομαθηματική ο Βασίλειος Αιγινήτης (ο αδελφός του Δημήτριος είχε παραιτηθεί ήδη), ο Κ. Μητσόπουλος, ο Σπ. Μηλιαράκης, ο Ν. Ι. Χατζηδάκης και ο Κ. Ζέγγελης, από τη Φιλοσοφική ο Δ. Πατσόπουλος, Γ. Βάφας και ο. Π. Καββαδίας και από την Ιατρική οι Δ. Κατερινόπουλος, Γ. Βάφας, Ν. Πεζόπουλος, Γ. Γαζέπης, Β. Πρωτόπουλος, Χ. Μαλανδρίνος, Κ. Λούρος και Μ. Κατσαρός. Πολλοί από αυτούς διορίζονται εκ νέου, δέκα το 1911 και 1912, άλλοι αργότερα. Το νέο κύμα είναι η απόλυση των αντιβενιζελικών καθηγητών το 1917 (Θ. Πετμεζάς, Θ. Σκούφος και άλλοι) καθώς και καθηγητών του Πολυτεχνείου (Θ. Σκούφος, Πρωτοπαπαδάκης, Ραζέλος, Κονοπισόπουλος, Ραπτάκης, Κουσίδης). Δυό από αυτούς φυλακίζονται και στο Ιντζεδίν. Το 1918 συνεχίζονται οι απολύσεις με τους Ι. Μεσολωρά, Χ. Ανδρούτσο, Γ. Στρέιτ, Α. Μομφεράτο, Ν. Γουναράκη, Κ. Πολυγένη, Γ.Κ. Αθανασιάδη, που ξαναδιορίζονται με την επάνοδο του Κωνσταντίνου το 1920, σε συνδυασμό με την απόλυση αυτή τη φορά των βενιζελικών Γ. Παπαμιχαήλ, Αμίλκα Αλιβιζάτου, Κ. Δυοβουνιώτη, Θ. Πετιμεζά, Κ. Τριανταφυλλόπουλου, Σ. Σεφεριάδη, Θ. Αγγελόπουλου, Κ. Βαρβαρέσου, Π.Σ. Ζερβού, Κ. Μαλτέζου, Νείλου Σακελλαρίου.
Η πρακτική αυτή των απολύσεων συνεχίστηκε και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου και κατά τη δικτατορία των συνταγματαρχών και μετά, τον πρώτο καιρό της δημοκρατικής μεταπολίτευσης.
Το 19ο αιώνα η κυβέρνηση διόριζε τους καθηγητές και ως εκ τούτου μπορεί να εθεωρείτο θεμιτή η απόλυση τους, αν και τούτο συνέβαινε, όταν έπαυαν να της είναι πολιτικά αρεστοί. Μετά τον Τρικούπη και ιδίως τον 20ό αιώνα οι καθηγητές εκλέγονται από σώματα καθηγητών, ώστε η απόλυση τους από την κυβέρνηση να χρειάζεται ειδικούς νόμους ή συντακτικές πράξεις. Αυτές οι απολύσεις, και ιδιαίτερα εκείνη του 1910, αποτελούν αυθαίρετες και αυταρχικές πράξεις ελαυνόμενες μόνο από πολιτικές σκοπιμότητες.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΙΜΠΑΣ
Δια την μεταφορά και τον finereader
_________________
Χρήστος Ε. Δημάκης
Από την ιστοσελίδα http://www.ee.auth.gr/forum/viewtopic.php?f=17&t=5