Λεύκωμα με φωτογραφίες και σύντομα σημειώματα περί των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων
Τη 2α Ιουλίου ήμερα Κυριακή του 1839ου έτους κατετέθη υπό του Βασιλέως Όθωνος ο θεμέλιος λίθος του φερωνύμου Πανεπιστημίου επί τη βάσει σχεδίου εκπονηθέντος υπό του Δανού αρχιτέκτονος Χριστιανού Χάνσεν, και περί τα μέσα Νοεμβρίου 1841 συνετελέσθη η εις αυτό μεταφορά και εγκατάστασις των Πανεπιστημιακών αρχείων εκ της υπό την ’Ακρόπολιν οικίας του Κ. Κλεάνθους, εν ή το πρώτον κατά Μάιον του 1837 εγένοντο τα εγκαίνια της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου και η εναρξις των μαθημάτων. Λήγοντος δε του 1843 απεπερατώθη ολόκληρος η προσθία πλευρά του οικοδομήματος.
Η οικοδόμησις εξηκολούθησεν εφεξής μετά μικρών διαλειμμάτων μέχρι του 1850, ότε το όλον κτίριον συνετελέσθη περίπου ως προς τα κυριώτατα αυτού τμήματα. Επί δε τω γεγονότι τούτω αποφάσει της εποπτευούσης την κατασκευήν του κτιρίου Επιτροπείας εχαράχθη αναμνηστικόν μετάλλιον φέρον ένθεν την εικόνα του ιδρυτού βασιλέως μετ' επιγραφής περί αυτήν «Όθων βασιλεύς της Ελλάδος», ετέρωθεν δε την πρόσοψιν της συντελεσθείσης προσθίας πτέρυγος του κτιρίου μετά της επιγραφής «τοις ευεργέταις του Πανεπιστημίου...». Η διασκευή των διαφόρων διαμερισμάτων του Πανεπιστημίου βραδύτατα χωρήσασα μέχρι του 1861, ανεστάλη όλως κατά το επιόν έτος ένεκα των εν τω Κράτει εσωτερικών ταραχών, ων απότοκος υπήρξεν η έξωσις των βασιλέων της Ελλάδος και η μετονομασία του Πανεπιστημίου από Οθωνείου εις Εθνικόν, ως ιδρύματος κοινού ολοκλήρου του Έθνους. Κατά το επακολουθήσαν ακαδημεικόν έτος 1863-64 συνετελέσθη η τε εξωτερική και η εσωτερική διασκευή του κτιρίου και η διακόσμησις αυτού. Η προς τούτο δαπάνη κατεβλήθη υπό του μεγάλου ευεργέτου του Πανεπιστημίου Δημητρίου Μπεναρδάκη. Κατά τα έτη 1871 και 1872 ιδρύθησαν κατά τα δύο άκρα του πλακοστρώτου πεζοδρομίου της προσόψεως οι αδριάντες, αριστερά μεν τω εισιόντι, Ρήγα του Φεραίου, δεξιά δε, του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε', χορηγούντος Γεωργίου Αβέρωφ. Βραδύτερον ιδρύθησαν εν τη προ του Πανεπιστημίου πλατεία τω μεν 1875 ο ανδριάς του Αδαμαντίου Κοραή, χορηγούντων των Χίων, τω δε 1900 ο του μεγάλου Βρεττανού πολιτικού και φιλέλληνος Γουλιέλμου Γλάδστωνος, κοινώ των Ελλήνων εράνω.
Κατά το 1904-5, συντελεσθέντος πλήρως του καλλιμάρμαρου μεγάρου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, μετεκομίσθησαν εις αυτό εκ του άνω διαμερίσματος της προσθίας πλευράς του Πανεπιστημίου πάντα τα βιβλία κτλ. της τε πανεπιστημιακής και της δημοσίας Βιβλιοθήκης, ο δ' ούτω κενωθείς ευρύτατος χώρος, διασκευασθείς καταλλήλως, εχρησιμοποιήθη εις εγκατάστασιν των γραφείων του Πρυτάνεως, της Συγκλήτου και της λοιπής Κεντρικής υπηρεσίας. Πλην της εσωτερικώς γενομένης διασκευής ταύτης, ανεκαινίσθη και εξωτερικώς το Πανεπιστήμιον τω 1915.
Ούτω σήμερον εν τω κεντρικώ κτιρίω του Πανεπιστημίου πλην των μνημονευθέντων γραφείων και των αιθουσών διδασκαλίας της Φιλοσοφικής και Θεολογικής Σχολής και του Μαθηματικού τμήματος της Σχολής των Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών, υπάρχει 1) μικρά αίθουσα αμφιθεατρική χρησιμεύουσα διά την διδασκαλίαν μαθημάτων τινών της Ιατρικής, 2) τα σπουδαστήρια: Θεολογικόν, Νομικόν, Ιατρικόν, Φιλοσοφικόν, Φιλολογικόν, Ιστορικόν και Αρχαιολογικόν και Μαθηματικόν. Της βορείας δε πτέρυγος του κεντρικού κτιρίου τον άνω όροφον κατέχει εξ ολοκλήρου το Ζωολογικόν Μουσείον.
Σπουδαστήρια.
Προτού τεθή εις εφαρμογήν ο περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Νόμος 2905, τα ιδρύματα ταύτα ωνομάζοντο φροντιστήρια, ων αρχαιότατον και μόνον επί μακράν σειράν ετών λειτουργήσαν εγένετο το φιλολογικόν φροντιστήριον, ιδρυθέν κυρίως από του 1842, ότε διωρίσθη καθηγητής των Ελληνικών Γραμμάτων εν τω Πανεπιστημίω ο Κωνσταντίνος Ασώπιος ο και πρώτος χρηματίσας διευθυντής αυτού και τηρήσας ισοβίως την θέσιν ταύτην. Τον Ασώπιον διεδέχθη εις την διεύθυνσιν του φροντιστηρίου ο Φίλιππος Ιωάννου, ου θανόντος τω 1880, ανετέθη η διεύθυνσις εις τον Κωνσταντίνον Κόντον.
Τω 1911 διά των περί οργανισμού του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Νόμων ΓΩΚΓ' και ΓΩΚΕ' ωρίσθη ο αριθμός των φροντιστηρίων εκάστης σχολής και διερρυθμίσθη συστηματικώτερον η λειτουργία αυτών. Τέλος διά του νέου οργανισμού του Πανεπιστηστημίου (1922) καθιερώθη ο νέος όρος της ονομασίας και ωρίσθη ο αριθμός αυτών εις οκτώ, ήτοι το Θεολογικόν, το Νομικόν, το των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών, το Φιλοσοφικόν, το Φιλολογικόν, το Ιστορικόν και Αρχαιολογικόν, το Μαθηματικόν, το της Μηχανολογίας και Σχεδίων. Τω 1923 ιδρύθη και ένατον σπουδαστήριον το Ιατρικόν. Εκ των σπουδαστηρίων διατελούσιν εν ενεργεία το Θεολογικόν, το Νομικόν, το Φιλοσοφικόν, το Φιλολογικόν, το Ιστορικόν και Αρχαιολογικόν, το Μαθηματικόν και το Ιατρικόν, ων έκαστον διατελεί υπό την διεύθυνσιν τακτικού καθηγητού της οικείας Σχολής. Τα σπουδαστήρια κέκτηνται ιδίαν έκαστον βιβλιοθήκην.
Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη.
Στερουμένη ιδιοκτήτου στέγης, συνυπάρχει τοπικώς και διοικητικώς μετά της δημοσίας Βιβλιοθήκης εν τω μεγαλοπρεπεί μαρμαρίνω μεγάρω της δαπάνη των αδελφών Βαλλιάνου κτισθείσης Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Ιδρυτής ούτως ειπείν της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης δύναται να θεωρηθή ο Winthrop, διοικητής της Πολιτείας Μασαχουσέτης εν ταις Ηνωμέναις Πολιτείαις της Β. Αμερικής, όστις, πρόεδρος τυγχάνων επιστημονικής εταιρείας και πληροφορηθείς τα κατά την σύστασιν του Πανεπιστημίου, πρώτος εδώρησεν εις την βιβλιοθήκην αυτού 52 τόμους αγγλιστί γεγραμμένων βιβλίων ποικίλης ύλης. Αλλ' ίσως θα ήμεθα εγγύτερον τη ακριβεία εν τούτω αποδίδοντες την προσωνυμίαν του ιδρυτού της βιβλιοθήκης εις τον Δημήτριον Γαλανόν τον Αθηναίον, όστις αποβιώσας εν Ινδίαις τω 1833 εκληροδότησεν εις την συσταθησομένην «πρώτην εν Αθήναις Ακαδημίαν» το ήμισυ της περιουσίας του και τα πολύτιμα χειρόγραφα των υπ' αυτού γενομένων ινδικών μεταφράσεων, ων αι σπουδαιόταται εξεδόθησαν τύποις τω 1845 και εξής επιμελεία του πρώτου χρηματίσαντος εφόρου της Εθνικής Βιβλιοθήκης Γεωργίου Κοζάκη Τυπάλδου.
Η βιβλιοθήκη ήρξατο τάχιστα αυξανομένη εις πληθύν βιβλίων προερχομένων το μεν εκ δωρεών το δε εξ αγοράς κατ' εκλογήν και πρότασιν των σχολών του Πανεπιστημίου.
Η βιβλιοθήκη, ως γνωστόν, η τε δημοσία και η του Πανεπιστημίου εστεγάζετο μέχρι του 1905 εν τω άνω ορόφω της προσθίας πλευράς του Πανεπιστημίου, εν η νυν λειτουργούσι τα γραφεία της Κεντρικής υπηρεσίας αυτού, από δε του έτους τούτου εν τω νέω δεξιά του Πανεπιστημίου μεγάρω της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Εν τω κτιρίω της Εθνικής Βιβλιοθήκης λειτουργεί και το Φοιτητικόν Αναγνωστήριον, ως αίθουσα δ' αύτού χρησιμεύει η εν τω άνω ορόφω της δυτικής πτέρυγος του κτιρίου, δυναμένη να περιλάβη περί τους διακοσίους μελετητάς.
Νομισματικόν Μουσείον
Πυρήν της ιδρύσεως του Νομισματικού Μουσείου εχρησίμευσεν η κατά το 1829 καταρτισθείσα πρώτη νομισματική συλλογή του Πανεπιστημίου, ης επιμεληταί εγένοντο μέχρι του 1843 ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο εκ Σουηδίας νομισματολόγος Γέδεν, ο καθηγητής της Αρχαιολογίας Α. Ρος, ο Γ. Γεννάδιος και ο Κ. Πιττάκης. Τω 1843 παρεδόθη η συλλογή υπό του τελευταίου επιμελητού Πιττάκη εις τον έφορον της Βιβλιοθήκης Γ. Κοζάκην Τυπάλδον, περιείχε δε τότε 1641 νομίσματα (χρυσά, αργυρά, χαλκά) εκτός των νομισμάτων των αοιδίμων Ζωσιμάδων, άτινα, εν εσφραγισμένω κιβωτίω φυλαττόμενα εις το κεντρικόν ταμεϊον του Κράτους μετ' άλλων πολυτίμων πραγμάτων, μόλις τω 1889 εξήχθησαν εκείθεν και παρεδόθησαν εις το Νομισματικόν Μουσείον. Ούτω το Νομισματικόν Μουσείον διετέλει συνημμένον μετά της δημοσίας και πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης. Κατά την περίοδον ταύτην εγένετο και η πρώτη ακριβής καταγραφή των νομισμάτων του Μουσείου υπό την επιστασίαν επιτροπείας αποτελούμενης εκ των Γ. Φίνλαϊ, Π. Λάμπρου, και Σπ. Κόμνου. Μετά δε την εξακρίβωσιν του είδους και του αριθμού των εν τω Μουσείω νομισμάτων ήρξατο ο Α. Ποστολάκας να συντάσση τους καταλόγους αυτών, οίτινες εξεδόθησαν ο μεν τω 1872 υπό την επιγραφήν: Κατάλογος των αρχαίων νομισμάτων χωρών, εθνών, πόλεων, και βασιλέων του εν Αθήναις Εθνικού Νομισματικού Μουσείου κατατεταγμένων και περιγεγραμμένων υπό Αχιλλέως Ποστολάκα, ο δε τω 1878 υπό την επιγραφήν Synopsis numorum veteran qui in museo numismatico Athenarum publico adservantur ed. A. Postolaka. Το Νομισματικόν Μουσείον επλουτίσθη σπουδαίως διά της αξιολόγου συλλογής νομισμάτων των Ιονίων Νήσων, καταρτισθείσης υπό Π. Λάμπρου και δωρηθείσης εις αυτό εξ αγοράς υπό του εν Πετρουπόλει φιλογενεστάτου ανδρός Αλ. Μουρούζη. - Και της συλλογής ταύτης εξεδόθη περιγραφικός κατάλογος μετ' απεικονισμάτων επιγραφόμενος: Κατάλογος των αρχαίων νομισμάτων των νήσων Κερκύρας, Ζακύνθου, Λευκάδος, Ιθάκης, Κεφαλληνίας και Κυθήρων συλλεχθέντων μεν υπό Π. Λάμπρου, δωρηθέντων δε τω Εθνικώ της Ελλάδος Πανεπιστημίω παρά του φιλογενεστάτου και φιλομούσου Αλεξ. Μουρούζη και περιγραφέντων υπό Αχιλλ. Ποστολάκα εν Αθήναις, ΑΩΞΗ'.
Από του 1890 μέχρι του 1922 διηύθυνε το Νομισματικόν Μουσείον ο Ιωάννης Σβορώνος. Ο αριθμός των νομισμάτων ανέρχεται νυν εις 225000 περίπου. Προσετέθησαν δε διά δωρεών αι Συλλογαί Μαυρομιχάλη, αδελφών Ζαρίφη, Σούτσου, Ζωσιμαδών, Ιω. Δημητρίου, Ρόστοβιτς, Μαυροκορδάτου, Keun, δι' αγοράς δε η συλλογή Σόλωνος. Εδημοσιεύθησαν πολλαί εξ αυτών εν τω περιοδικώ του Ι. Σβορώνου, τη Διεθνεί Εφημερίδι της Νομισματικής Αρχαιολογίας, της οποίας εξεδόθησαν μέχρι τούδε είκοσι τόμοι.
Από του 1922 διευθύνει το Μουσείον ο κ. Γεώργιος Π. Οικονόμος Δ. Φ. και Έφορος Αρχαιοτήτων, εξακολουθεί δε να είναι νομισματογνώμων ο διορισθείς τω 1903 κ. Κ. Κωνσταντόπουλος.
Το Νομισματικόν Μουσείον μετά της βιβλιοθήκης αυτού, εν η και το γραφείον του διευθυντού, στεγάζεται εν τη Σιναία Ακαδημεία, καταλαμβάνον ολόκληρον την ανατολικήν πτέρυγα αυτής.
Χημείον.
Η διδασκαλία της Χημείας κατά τα πρώτα έτη της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου εγίνετο λόγω ελλείψεως καταλλήλου χώρου και των αναγκαίων οργάνων εν τω βασιλικώ φαρμακείω τω διευθυνομένω υπό του Ξ. Λάνδερερ, όστις ήτο και ο καθηγητής της Χημείας εν τω Πανεπιστημίω. Ότε συνετελέσθη η πρώτη (προσθία) πτέρυξ του κτιρίου του Πανεπιστημίου, η διδασκαλία της Χημείας εγίνετο εν τη αιθούση της Φιλοσοφικής Σχολής, προσηλουμένου εκάστοτε εις το γείσον της διδασκαλικής έδρας πίνακος οριζοντίου, εφ' ου ετίθεντο τα ολίγα χημικά όργανα τάπαραίτητα διά την διδασκαλίαν χημικού τίνος μαθήματος, μετακομιζόμενα εκ τίνος των υπογείων θαλάμων του Πανεπιστημίου, εν ω είχε καταρτισθή προχείρως μικρόν και ατελές χημικόν εργαστήριον. Ευνόητον ότι το δήθεν τούτο χημικόν εργαστήριον δεν ηδύνατο ούδ' εις τας στοιχειωδεστάτας έτι των απαιτήσεων της χημικής διδασκαλίας να επαρκέση. Η κατάστασις αύτη διήρκεσε καθ' όλην την α' και β' περίοδον του Πανεπιστημίου, ήτοι από της ιδρύσεως αυτού μέχρι του 1863. Έκτοτε, ιδία δε αφότου διωρίσθη καθηγητής της Χημείας ο Αναστάσιος Χρηστομάνος, το ζήτημα της κατασκευής ιδίου τω χημικώ εργαστηρίω κτιρίου ήρξατο σπουδαίως απασχολούν τους αρμοδίους. Εις τούτο τα μάλιστα συνετέλεσεν ο πλουτισμός και η επιμεμελημένη διασκευή του μνημονευθέντος υπογείου χημείου, όπερ διά της εις αυτό δωρεάς της ιδιαιτέρας συλλογής του νέου καθηγητού παρουσίασε μεν επί τέλους την όψιν ευπροσώπου εργαστηρίου, άλλ' όμως εμφανεστέραν κατέστησε την και άλλως καταφανή ανεπάρκειαν και ακαταλληλότητα του χώρου εκείνου εις τας ανάγκας του χημείου. Αλλά και έτερον γεγονός έδωκεν αφορμήν εις σοβαρωτέρας σκέψεις περί ιδρύσεως ιδίου κτιρίου διά το χημείον. Τω 1869 διωρίσθη καθηγητής της Φαρμακευτικής Χημείας και συνταγολογίας ο Γ. Ζαβιτσάνος, όστις ηξίωσε την σύστασιν φαρμακευτικού φροντιστηρίου προς εξάσκησιν των φοιτητών συμφώνως προς τον από του 1856 υφιστάμενον κανονισμόν του Φαρμακευτικού Σχολείου. Της ψυχολογικής ταύτης στιγμής επωφεληθείς ο της περιόδου εκείνης Πρύτανις Π. Καλλιγάς, ο υπέρ πάντα άλλον συνηγορήσας υπέρ της ανεγέρσεως ιδιαιτέρου κτιρίου διά την Χημείαν, προέβη εις την άγοράν καταλλήλου προς τούτο γηπέδου, οριζομένου υπό των οδών Σόλωνος, Ναυαρίνου, Μαυρομιχάλη, και Πινακωτών (νυν Χ. Τρικούπη) εκτάσεως 7000 τετραγ. πήχεων. Καίτοι δε εξεπονήθη και το σχέδιον του κτιρίου υπό του αρχιτέκτονας Ερν. Τσίλλερ και ενεκρίθη υπό της Συγκλήτου, όμως η εκτέλεσις του έργου ανεβλήθη, διότι εκ του συνταχθέντος προϋπολογισμού των δαπανών της κατασκευής αυτού προέκυψεν ότι αύται υπερέβαιναν κατά πολύ τα υπό του Πανεπιστημίου διατιθέμενα υλικά μέσα. Αλλ' επειδή η εγκατάστασις του χημείου εις χώρον καταλληλότερον δεν επεδέχετο αναβολήν, ηγοράσθη υπό του Πανεπιστημίου αντί ευτελούς σχετικώς τιμής (δρ. 150.000) το παρά τη οδώ Ακαδημείας εκ 5000 πήχεων οικόπεδον του Γ. Παπαδοπούλου μετά των επ' αυτού οικοδομών. Εν τη αυλή του οικοδομήματος τούτου εκτάσεως τρισχιλίων πήχεων ανηγέρθησαν μικρόν ισόγαιον Χημείον και το Ανατομείον.
Αλλ' εν βραχεί χρόνω κατεδείχθη ότι ο χώρος ούτος ήτο όλως ακατάλληλος και όλως ανεπαρκής διά την ίδρυσιν του εργαστηρίου τούτου, και η οικοδόμησις κτιρίου του Χημείου αλλαχού κατέστη είπέρ ποτέ επιτακτική· δι' ο καί, εκπονηθέντος υπό του αυτού αρχιτέκτονας σχεδίου οικονομικοτέρου πως και εγκριθέντος υπό της Συγκλήτου, ψηφισθείσης δε και της προς τούτο δαπάνης ην ενέκρινε και το Υπουργείον, απεφασίσθη να κατατεθή ο θεμέλιος λίθος του Χημείου κατά το Παν. έτος 1886 εν τω ανωτέρω μνημονευθέντι παρά τη οδώ Σόλωνος γηπέδω. Αλλά του πρυτάνεως της περιόδου ταύτης (1885-86) έχοντος την γνώμην ότι το Χημείον έδει να ιδρυθή εν χώρω πλησιέστερον ευρισκόμενω προς τα ιατρικά εργαστήρια, εματαιώθη τότε η κατάθεσις του θεμελίου, γενομένη τη 6η Ιουνίου του επιόντος έτους 1887.
Έκτοτε το Χημείον υπό την διεύθυνσιν του Καθηγητού Α. Χρηστομάνου επετέλεσεν αξιολογωτάτας προόδους καταλαβόν θέσιν περίοπτον μεταξύ πάντων των επιστημονικών ιδρυμάτων του Πανεπιστημίου. Κατ' Αύγουστον του 1910 [1911] εκραγείσης πυρκαϊάς απετεφρώθη κατά το πλείστον το κτίριον, ουδέν δε σχεδόν όργανον του χημικού εργαστηρίου διεσώθη και μόνον μέρος των οργάνων του εν τω αυτώ κτιρίω λειτουργούντος εργαστηρίου της Φυσικής διεσώθησαν. Επί μίαν περίπου δεκαετίαν το τε Χημείον και τα εργαστήρια της Φυσικής ελειτούργησαν εν τω κτιρίω της παρά την οδόν Κηφισσίας εν Αμπελοκήποις Μαρασλείου Εμπορικής Σχολής.
Εις δε το ανοικοδομηθέν κτίριον του Χημείου προσετέθη και τρίτος όροφος, αλλ' η όλη κατασκευή επεβραδύνθη σφόδρα λόγω των παρεμπεσόντων πολέμων και μόλις τω 1917 ήρξαντο εγκαθιστάμενα εν αυτώ εκ περιτροπής τα εργαστήρια της Ανόργανου και Οργανικής Χημείας, το δύο εργαστήρια της Φυσικής και το εργαστήριον της Βοτανικής μετά του Βοτανικού Μουσείου.
Το κτίριον, εις το οποίον υπολείπονται συμπληρώσεις τινές, ιδία έξωτερικώς, προώρισται μόνον διά τας ανάγκας των εργαστηρίων της Χημείας (Ανόργανου, Οργανικής και Φυσικής). Τα δ' εργαστήρια της Φυσικής ως και το Βοτανικόν Μουσείον και εργαστήριον προσωρινώς ευρίσκονται εν αυτώ, αναμένοντα την ανέγερσιν ιδίων οικοδομημάτων προς οριστικήν εγκατάστασιν.
Εργαστήριον Ανοργάνου Χημείας.
Από του 1906 μέχρι του 1911 διευθυντής του Χημείου διετέλεσεν ο Καθηγητής κ. Ζέγγελης διαδεχθείς τον αείμνηστον Αν. Χρηστομάνον εν τη έδρα της Γεν. Χημείας. Αλλά διά του Νόμου ΓΩΚΓ' του 1911 ωρίσθησαν δύο έδραι διά το μάθημα της Γεν. Χημείας, η της Ανοργάνου και της Οργανικής, ιδρυθέντων και δύο αντιστοίχων εργαστηρίων, εξ ων το της Ανοργάνου διευθύνει έκτοτε ο Καθηγητής κ. Κ. Ζέγγελης. Το εργαστήριον τούτο ευρίσκεται εις τα μεσημβρινοδυτικά διαμερίσματα του δευτέρου ορόφου του κτιρίου του Χημείου περιλαμβάνον δυο αιθούσας ασκήσεων των φοιτητών (θέσεις 75), ετέραν χρησιμεύουσαν ως εργαστήριον του Καθηγητού, τρίτην ως γραφείον αυτού και βιβλιοθήκην του εργαστηρίου, τετάρτην ως εργαστήριον του επιμελητού, αίθουσαν παρασκευαστηρίου και ετέραν συλλογών και τέσσαρα δωμάτια, ων δύο εργαστήρια του ετέρου των επιμελητών και των βοηθών, εν δωμάτιον ζυγών και έτερον υδρόθειου.
Η θεωρητική διδασκαλία διεξάγεται εν τω κεντρικώ αμφιθεάτρω του Χημείου. Είνε ευνόητον ότι ο χώρος, εν ω λειτουργούσι σήμερον τα χημικά εργαστήρια των δύο τακτικών καθηγητών ως και τα προσηρτημένα εργαστήρια της Φυσικής Χημείας (δωμάτια δύο) και της Εφηρμοσμένης ανοργάνου και οργανικής Χημείας, άτινα εισέτι δεν ελειτούργησαν, είνε ανεπαρκής προς τον δι' ον ωρίσθη σκοπόν και τούτο, διότι το ήμισυ του κτιρίου του Χημείου κατέχεται υπό των εργαστηρίων της Φυσικής και της Βοτανικής, διά τα όποια πρέπει να ιδρυθώσιν ίδια ανεξάρτητα απ' αλλήλων οικοδομήματα, οπότε μόνον το κτίριον του Χημείου θα δύναται να επαρκή πλήρως εις τον προορισμόν αυτού.
Εργαστήριον Οργανικής Χημείας.
Ιδρυθείσης τω 1911 ιδίας τακτικής έδρας του μαθήματος της Οργανικής Χημείας, συνέστη και εργαστήριον ίδιον, όπερ διατελεί υπό την διεύθυνσιν του κατά το επιόν έτος 1912 διορισθέντος τακτικού καθηγητού εν τη έδρα ταύτη κ. Γ. Ματθαιοπούλου. Το εργαστήριον τούτο, λειτουργούν εν τω τρίτω ορόφω του κτιρίου του Χημείου, κατέχει τα μεσημβρινοδυτικά διαμερίσματα αυτού, ήτοι μίαν αίθουσαν διά γραφείον του Διευθυντού και βιβλιοθήκην του εργαστηρίου και ετέραν δι' εργαστήριον αυτού. Τρίτη ευρεία αίθουσα χρησιμεύει διά τάς ασκήσεις των φοιτητών, συνεχόμενον δε δωμάτιον ως παρασκευαστήριον· υπάρχει προς τούτοις ιδιαίτερος θάλαμος διά τους ζυγούς ακριβείας και σκοτεινός θάλαμος διά φωτογραφίας προς δε και ιδιαίτερον εργαστήριον του επιμελητού.
Ό,τι ελέχθη περί του εργαστηρίου της Ανοργάνου Χημείας διά το ανεπαρκές της εγκαταστάσεως τούτ' αυτό δύναται να λεχθή και διά το της Οργανικής.
Εργαστήριον Φυσικής.
Ο πυρήν του εργαστηρίου τούτου, όπερ εν αρχή ωνομάζετο Ταμείον Φυσικής, απετελέσθη εκ τίνων οργάνων, προελθόντων ιδίως εκ δωρεών, μεταξύ των οποίων κατελέγοντο δύο ηλεκτρικοί μηχαναί και μία αεραντλία. Τας δύο εκ τούτων εδωρήσατο ο εν Αλεξανδρεία πρόξενος της Σουηδίας Δ. Ανάστασης, Θεσσαλονικεύς την πατρίδα, ανήρ φιλογενέστατος και φιλανθρωπότατος εν τοις τότε, την ετέραν δε των ηλεκτρικών μηχανών εδωρήσατο ο εν Λιβόρνω της Ιταλίας πρόξενος της Ελλάδος Πάλλης. Πρώτος διδάξας πειραματικήν Φυσικήν εν τω Πανεπιστημίω υπήρξεν ο Ξ. Λάνδερερ, μετά δε τούτον ο Δημήτριος Στρούμπος (1844) όστις εδίδαξεν επί μακρόν και συνετέλεσεν εις τον πλουτισμόν του ταμείου Φυσικής. Ουκ ολίγον βοήθησεν εις τούτο η υπέρ αυτού γενομένη δωρεά 8000 δρχ. υπό των εν Οδησσώ ομογενών εμπόρων Μπούμπα και Δούμα.
Από δε της τρίτης περιόδου (1863-1887) το ταμείον της Φυσικής καθ' έκαστον έτος επλουτίζετο διά ποικίλων οργάνων δαπάναις του Πανεπιστημίου. Διορισθέντος τω 1884 εκτάκτου καθηγητού της Φυσικής του Τιμ. Αργυροπούλου, το εργαστήριον αυτής διηρέθη εις δυο τμήματα, άτινα μετά τον θάνατον του Δ. Στρούμπου (1890), συνηνώθησαν αύθις εις εν υπό την διεύθυνσιν του Αργυροπούλου, προαχθέντος εις τακτικόν καθηγητήν. Επί της καθηγεσίας τούτου προήχθη σπουδαίως και εσυστηματοποιήθη η πειραματική διδασκαλία, πλουτισθέντος συνάμα του εργαστηρίου διά νέων οργάνων. Μέχρι του 1890 η συλλογή των οργάνων της Φυσικής εφυλάσσετο εν τινι των αιθουσών του κεντρικού Μεγάρου του Πανεπιστημίου, χρησιμεύουσα μόνον διά την πειραματικήν διδασκαλίαν της Φυσικής, ήτις εγίνετο εις το παρακείμενον μικρόν αμφιθέατρον. Ασκήσεις των φοιτητών δεν εγίνοντο μέχρι της εποχής ταύτης. Μετά την οικοδόμησιν του κτιρίου του Χημείου, εστεγάσθη (1890) εν αυτώ και το εργαστήριον της Φυσικής, παραχωρηθείσης προς τούτο της μεσημβρινής πτέρυγος του ισογείου. Η διδασκαλία της Φυσικής εγίνετο εν τω αμφιθεάτρω του Χημείου, εισήχθησαν δε το πρώτον υπό του τότε καθηγητού Τ. Αργυροπούλου στοιχειώδεις πρακτικαί ασκήσεις των φοιτητών.
Η συστηματική όμως οργάνωσις των ασκήσεων ήρξατο από του έτους 1903 τη πρωτοβουλία του τότε επιμελητού νυν δε διευθυντού του ετέρου των εργαστηρίων κ. Γ. Αθανασιάδου. Ούτος εδημοσίευσε δύο ειδικά συγγράμματα, τας ηλεκτρικάς μετρήσεις (1903) και τας ασκήσεις εκ της Φυσικής (1905), αφορώντα αποκλειστικώς εις τας εν τω εργαστηρίω εργασίας των φοιτητών, συνάμα δε ησχολήθη επί σειράν ετών εις την συστηματικήν εφαρμογήν των μεθόδων μετρήσεως, θεμελιώσας ούτω τας παρ' ημίν πρακτικάς ασκήσεις εν τη Φυσική.
Ατυχώς κατ' Αύγουστον του 1910, αποτεφρωθέντος του κτιρίου του Χημείου, κατεστράφη και το εργαστήριον της Φυσικής, περισωθέντων μόνον οργάνων τινών και της βιβλιοθήκης αυτού. Το εργαστήριον της Φυσικής εγκατεστάθη τότε προσωρινώς εν τη Μαρασλείω Εμπορική Σχολή παρά τους Αμπελοκήπους, ένθα εγίνοντο αι πρακτικαί ασκήσεις των φοιτητών, ενώ η διδασκαλία του μαθήματος της Φυσικής εγίνετο εν τω αμφιθεάτρω του Ανατομείου.
Μέρος των καταστραφέντων οργάνων (αξίας 60000 δρχ.) αντικατεστάθη μετά την πυρκαϊάν.
Εν ετει 1912 διωρίσθησαν δυο καθηγηταί της Φυσικής, οι κ. κ. Δ. Χόνδρος και Γ. Αθανασιάδης, ιδρύθησαν δε και δύο εργαστήρια Φυσικής, ανεξάρτητ' απ' αλλήλων, έχοντα όμως κοινήν την συλλογήν των οργάνων. Μετά την ανοικοδόμησιν του αποτεφρωθέντος Χημείου τα εργαστήρια της Φυσικής εγκατεστάθησαν εν τω νέω κτιρίω τω 1917, η δε διδασκαλία της Φυσικής εν τω μεγάλω άμφιθεάτρω αύτού ήρχισε τω 1918.
Τα ήδη υπάρχοντα εργαστήρια της Φυσικής κατέχουσι το ανατολικόν ήμισυ του κτιρίου του Χημείου εκτείνονται δε και εις τους τρεις ορόφους τούτου, έχοντα επιφάνειαν 1180 τμ. Τα δύο αμφιθέατρα του κτιρίου, μικρόν και μέγα, είναι κοινά διά την διδασκαλίαν της Χημείας, της Φυσικής και της Βοτανικής.
Τα εργαστήρια της Φυσικής περιλαμβάνουσι 30 αιθούσας δι' ασκήσεις φοιτητών, εργαστήρια καθηγητών, οργανοθήκας, παρασκευαστήρια, εργοστάσια, σκοτεινούς θαλάμους, βιβλιοθήκας κ λ.π., εν αις εγένοντο αι δέουσαι εγκαταστάσεις διοχετεύσεως ύδατος, φωταερίου και ηλεκτρικών ρευμάτων και εγκατεστάθη μεγάλη συστοιχία συσσωρευτών εξ 120 στοιχείων (240 βολτ.) Υπό πάσαν έποψιν τα υπάρχοντα εργαστήρια της Φυσικής είναι εκ των πληρεστάτων και των κάλλιστα οργανωμένων ιδρυμάτων του Πανεπιστημίου.
Κατά το έτος 1921 ο Καθηγητής κ. Αθανασιάδης επεδίωξε τον τέλειον πλουτισμόν του εργαστηρίου της Φυσικής, επωφελούμενος της συνθήκης των Βερσαλλιών, δυνάμει της οποίας η Ελλάς εδικαιούτο να λαμβάνη εκ μέρους της Γερμανίας αποζημίωσιν εις είδη, όπερ και επέτυχεν υπέρ πάσαν προσδοκίαν. Συντάξας λεπτομερείς καταλόγους των αναγκαιούντων οργάνων και μηχανημάτων, εζήτησε παρά της Κυβερνήσεως την έγκρισιν των παραγγελιών τούτων, δοθείσης δε ταύτης, παρηγγέλθησαν τα όργανα εις τα άριστα των γερμανικών εργοστασίων. Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου απέστειλε τότε τον κ. Αθανασιάδην εις Γερμανίαν δις, τω 1922 και 1923, όπως παρακολούθηση την κατασκευήν των οργάνων και επισπεύση την αποστολήν αυτών εις Ελλάδα όπερ όντως επετεύχθη, εκτός μικρού μέρους οργάνων, ων την παραχώρησιν ηρνήθη εσχάτως η Γερμανική Κυβέρνησις. Ούτω το εργαστήριον της Φυσικής πλουτισθέν διά θαυμασίας και μεγάλης αξίας (πολλών εκατομμυρίων δραχμών) συλλογής επιστημονικών οργάνων, εκ των τελειοτάτων και όλως νεοτάτου τύπου, εξαίρεται ήδη εις έργαστήριον πρώτης τάξεως μεταξύ των άρτιωτέρων και τελειότερων της Εσπερίας.
Τα όργανα ταύτα αφορώσιν εις τα διάφορα μέρη της Φυσικής και των εφαρμογών αυτής, καταλέγονται δε εις όργανα διδασκαλίας και όργανα μετρήσεων, και δη μεγάλης ακριβείας, ως και μηχανήματα διά ποικίλας εγκαταστάσεις. Ούτως εκομίσθη ολόκληρος εγκατάστασις προς παραγωγήν υγρού αέρος, η μόνη εν Ελλάδι, εγκατάστασις ασυρμάτου τηλεγραφίας και τηλεφωνίας, δίκτυον τηλεφωνικής συγκοινωνίας και ηλεκτρικών ωρολογίων, εγκαταστάσεις φωτομετρικαί και φασματομετρικαί, ως και κινηματογραφικών και επιδιασκοπικών προβολών και πλήθος άλλων συσκευών μετρητικών διά τον ηλεκτρισμόν, την ακουστικήν, την θερμότητα κλπ.
Τα οπτικά όργανα μεγάλης ακριβείας κατεσκευάσθησαν εις τα ονομαστά εργοστάσια Zeiss εν Ιένα, Fuess, Hirns, Heele και A. Kruss, τα ηλεκτρικά όργανα μετρήσεων εις τα εργοστάσια Siemeur & Halske, Hartman & Braun, Telefunken κλπ. Τα όργανα διδασκαλίας εις τα εργοστάσια Max Kohl και E. Leypolds αι δε μεγάλαι ηλεκτρομηχαναί εις τα εργοστάσια της A. E. G. εν Βερολίνω και τα λοιπά εις άλλα ειδικά εργοστάσια.
Ως εικός επιβάλλεται ήδη αναπόδραστους οικοδόμησις ιδίου μεγάλου μεγάρου της Φυσικής, ίνα καταστή δυνατή ή λειτουργία των πολυαρίθμων συσκευών του νέου εργαστηρίου, διότι το υπάρχον κατέστη όλως ανεπαρκές όπως περιλάβη τας ποικίλας και ογκώδεις εγκαταστάσεις.
Βοτανικόν Εργαστήριον και Μουσείον.
Ο χωρισμός της φυτολογικής συλλογής από του φυσιογραφικού Μουσείου χρονολογείται από του 1863 (πρβλ. φυσιογρ. Μουσείον), αλλ' η τελική διοργάνωσις αυτού εις ίδιον μουσείον υπό τον τίτλον Βοτανικόν συνετελέσθη διά του Β. Δ. της 29 Νοεμβρίου 1871. Επλουτίσθη δε τα μέγιστα το Βοτανικόν Μουσείον διά της εις αυτό δωρεάς του εν Οδησσώ ομογενούς μεγαλέμπορου Πετροκοκκίνου, αγοράσαντος ολόκληρον την πλουσιωτάτην συλλογήν του καθηγητού Ορφανίδου και δωρήσαντος αυτήν εις το Πανεπιστήμιον. Σπουδαίως ωσαύτως επλουτίσθη το Β. Μουσείον διά της εν έτει 1885 γενομένης μεγάλης δωρεάς του εν Βιέννη περικλεούς μυκητολόγου βοτανικού F. Von Thuemen ήτις υπό τον τίτλον Mycotheca Universalis εκδοθείσα συνίστατο εκ 1600 ειδών παρασίτων μυκήτων.
Του Βοτανικού Μουσείου διευθυντής τακτικός εχρημάτισεν ο Θ. Ορφανίδης, μετά δε τον θάνατον αυτού οι εκ των καθηγητών της Σχολής των Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών διδάξαντες συγγενείς επιστήμας, μέχρις ου διωρίσθη τακτικός καθηγητής της Βοτανικής ο Σπ. Μηλιαράκης (✝1919), όστις ανέλαβε την διεύθυνσιν αυτού στεγασθέντος εν τινι αιθούση της οπισθίας πλευράς του Πανεπιστημίου.
Το Βοτανικόν Μουσείον μετά του οικείου Εργαστηρίου διατελούν νυν υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού κ. Ι. Πολίτου στεγάζεται εν τω κτιρίω του Χημείου εν χώρω λίαν περιωρισμένω παρακωλύον και την άνετον λειτουργίαν των λοιπών εν τω κτιρίω τούτω πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων.
Αστρονομικόν Εργαστήριον.
Το επί του λόφου των Νυμφών και απέναντι της Ακροπόλεως κτίριον του Αστεροσκοπείου εκτίσθη δαπάνη του εκ των ευεργετών του Πανεπιστημίου βαρώνου Γ. Σίνα, όστις και επλούτισεν αυτό διά διαφόρων οργάνων προτροπή του συμπολίτου αυτού καθηγητού των Μαθηματικών και της Φυσικής εν τω Πανεπιστημίω Γ. Βούρη, όστις υπήρξε και πρώτος Διευθυντής του Αστεροσκοπείου.
Το οικοδόμημα δεν ανήκει εις το Πανεπιστήμιον, αλλ' εν αυτώ στεγάζεται και λειτουργεί το Αστρονομικόν Εργαστήριον της Σχολής των Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών. Και μέχρι μεν του 1858 ο εν τω Πανεπιστημίω καθηγητής της Αστρονομίας είχε και την διεύθυνσιν του Αστεροσκοπείου, τοιούτος δε υπήρξεν ο ανωτέρω μνημονευθείς Γ. Βούρης, μεθ' ου συνειργάζετο από του 1858 ο κατά το έτος τούτο διορισθείς καθηγητής των Μαθηματικών και ιδία της Αστρονομίας Ι. Παπαδάκης. Μετά την αναχώρησιν του Βούρη εις Βιέννην, χάριν της υγιείας του, τω 1858, εις το Αστεροσκοπείον εξηκολούθησεν εργαζόμενος ο Ι. Παπαδάκης, μέχρις ου κατά Δεκέμβριον του αυτού έτους διωρίσθη οριστικός Διευθυντής του Αστεροσκοπείου ο Γερμανός αστρονόμος Ιούλιος Σμίθ, όστις όμως δεν διετέλεσε και καθηγητής εις το Πανεπιστήμιον ημών. Από του έτους τούτου η διεύθυνσις του Αστεροσκοπείου λογίζεται ανεξάρτητος από του Πανεπιστημίου. Ο Σμίθ διηύθυνε το Αστεροσκοπείον μέχρι του θανάτου αυτού (1884). Μετ' αυτόν δε παρέμεινεν ως αστρονόμος εν αυτώ, χωρίς να διορισθή διευθυντής, ο καθηγητής της Αστρονομίας εν τω Πανεπιστημίω Δημ. Κοκκίδης μέχρι του 1890, ότε διωρίσθη τακτικός διευθυντής αυτού ο ήδη και Καθηγητής της Αστρονομίας εν τω Πανεπιστημίω κ. Δημ. Αιγινήτης. Παρά το παλαιόν κτίριον του Αστεροσκοπείου εκτίσθησαν επί της διευθύνσεως του κ. Αιγινήτου, έτερα κτίρια διά τα διάφορα τμήματα αυτού. Εις το εν τούτων ετοποθετήθη το δαπάναις του Ανδρέου Συγγρού αγορασθέν Μεσημβρινόν τηλεσκόπιον, εις άλλο το δαπάνη ιδία του κληροδοτήματος Δωρίδου αγορασθέν μέγα Ισημερινόν τηλεσκόπιον, τα δε λοιπά χρησιμεύουσιν εις τάς διαφόρους ανάγκας του ιδρύματος. Το Αστεροσκοπείον κέκτηται ειδικήν Βιβλιοθήκην εκ 19.000 περίπου τόμων.
Φυσιογραφικόν Μουσείον.
Αφορμή εις την ίδρυσιν του φυσιογραφικού Μουσείου εγένετο η υπό ιδιωτών επιστημόνων συσταθείσα εν έτει 1835 φυσιογραφική εταιρεία, ήτις, πλουτίσασα το υπ' αυτής ιδρυθέν Μουσείον διά συνδρομών του τε Κράτους και του Πανεπιστημίου και μη δυνηθείσα να επαρκέση εις την συντήρησιν αυτού, περιέστη εις την ανάγκην τω 1858 να παραχωρήση τας διαφόρους αυτού συλλογάς (ζωολογίας και φυτολογίας, γεωλογίας και ορυκτολογίας) εις το Πανεπιστήμιον και επί άλλοις μεν τισιν οροίς μάλιστα δ' επί τούτω, να έχωσι δηλονότι τα μέλη αύτης το δικαίωμα να ποιώνται χρήσιν των συλλογών και να συνεδριάζωσιν εν τινι των αιθουσών του Πανεπιστημίου. Ο κανονισμός του φυσιογραφικού Μουσείου συνετάχθη τω 1858 υπό του προέδρου της φυσιογραφικής εταιρείας Ηρακλέους Μητσοπούλου και των μελών αυτού Θ. Ορφανίδου και Θ. Χελδράιχτ, τω δε 1859 διωρίσθησαν οί μεν δύο πρώτοι έφοροι ο δε Χελδράιχτ επιμελητής του Μουσείου.
Σπουδαιοτάτη των υπέρ του Μουσείου δωρεών υπήρξεν η υπό του εν Πετρουπόλει Γ. Προξένου της Ελλάδος Χαρίτωφ γενομένη δωρεά συλλογής ορυκτών της Σιβηρίας αξίας δραχμών 90000.
Υπό την γενικήν ονομασίαν φυσιογραφικόν Μουσείον ήσαν συνηνωμέναι, ως ελέχθη, αι ζωολογικαί, φυτολογικαί, ορυκτολογικαί και γεωλογικαί συλλογαί. Η ενότης αύτη διήρκεσε μέχρι των αρχών του 1862. Κατά το πανεπιστημιακόν έτος 1862-63 εγένετο μερικός χωρισμός, αποσπαθείσης της φυτολογικής συλλογής, ήτις απετέλεσεν ίδιον τμήμα υπό την διεύθυνσιν του Θ. Ορφανίδου, ενώ αι λοιπαί συλλογαί εξηκολούθουν παραμένουσαι υπό την του Ηρ. Μητσοπούλου. Ο χωρισμός ούτος κατέστη οριστικός κατά το πανεπιστημιακόν έτος 1865-66 διά της προς το Υπουργείον υποβληθείσης προτάσεως όπως η φυτολογική συλλογή του φυσιογραφικού Μουσείου ενουμένη μετά της ιδιοκτήτου συλλογής του Θ. Ορφανίδου αποτελέση ίδιον Βοτανικόν Μουσείον υπό ίδιον έφορον και επιμελητήν. Τούτο δε εγένετο τω 1868, κυρωθέντος του σχετικού κανονισμού διά Β. Δ. της 6ης Μαΐου ιδίου έτους, αλλά τα του Μουσείου τούτου οριστικώς διαρρυθμισθέντα εκυρώθησαν τελικώς διά του Β. Δ. της 29 Νοεμβρίου 1871. Από δε του 1875 εχωρίσθησαν από του φυσιογραφικού Μουσείου αι ορυκτολογικαί και γεωλογικαί συλλογαί, ανατεθείσης της εφορείας αυτών εις τον κατά το έτος τούτο διορισθέντα καθηγητήν της Γεωλογίας και Ορυκτολογίας Κ. Μητσόπουλον. Ούτω δε υπό την διεύθυνσιν του Ηρ. Μητσοπούλου απέμεινε μόνη η ζωολογική συλλογή, ήτις καταλαμβάνει έτι και νυν ολόκληρον τον άνω όροφον της οπισθίας πτέρυγος του Πανεπιστημίου, και περ αναγνωριζομένης υπό πάντων της μεγίστης ανάγκης, όπως αύτη μεν στεγασθή εν ιδίω κτιρίω, χρησιμοποιηθή δε ο κενωθησόμενος πολύτιμος χώρος του Πανεπιστημίου εις άλλας αυτού ανάγκας, ων η εξυπηρέτησις δεν δύναται να επιτευχθή εις οικήματα εκτός του Κεντρικού Μεγάρου κείμενα.
Τω 1906 διορισθέντος του κ. Θ. Σκούφου τακτικού καθηγητού της Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας υπήχθησαν εις την διεύθυνσιν αυτού αι γεωλογικαί και παλαιοντολογικαί συλλογαί του φυσιογρ. Μουσείου αποτελέσασαι ίδιον τμήμα, αι δε συλλογαί της Ορυκτολογίας και Πετρογραφίας παρέμειναν υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού Κ. Μητσοπούλου μέχρι του Αυγούστου 1910, ότε ούτος κατέστη επίτιμος καθηγητής. Από δε του 1912 αι συλλογαί αύται αποτελέσασαι ίδιον Μουσείον διευθύνονται υπό του κατά το αυτό έτος διορισθέντος τακτικού καθηγητού κ. Κ. Κτένα. Του δε Ζωολογικού Μουσείου, μετά τον θάνατον του ιδρυτού αυτού Ηρ. Μητσοπούλου, διευθυντής εχρημάτισεν ο διάδοχος αυτού εν τη έδρα της Ζωολογίας Ν. Αποστολίδης (✝1919), νυν δε προσωρινώς ο καθηγητής κ. Σκούφος.
Ορυκτολογικόν και Πετρογραφικόν Εργαστήριον και Μουσείον
Διατελούσιν αμφότερα από του 1912 υπό την διεύθυνσιν του τακτικού καθηγητού της Ορυκτολογίας και Πετρολογίας κ. Κ. Κτένα. Τα ιδρύματα ταύτα καταλαμβάνουσιν ολόκληρον τον τρίτον όροφον του παρά τη οδώ Ακαδημείας αρ. 38 οικοδομήματος πλην μιας αιθούσης, εν η το Παλαιοντολογικόν και Γεωλογικόν Μουσείον.
Το Ορυκτολογικόν και Πετρογραφικον Μουσείον περιλαμβάνει πλουσιοτάτας συλλογάς γενικάς τε και τοπικάς. Η γενική ορυκτολογική συλλογή συνέστη κυρίως με πυρήνα τας εκ δωρεών Μπεναρδάκη και Χαρίτωφ συλλογάς, είνε δε κατ' εξοχήν πλουσία εις δείγματα προερχόμενα από τα Ουράλια όρη. Πλουσία ωσαύτως είνε η γενική πετρογραφική συλλογή ημιμεταμορφωμένων ως επί το πλείστον πετρωμάτων της σήραγγας Simplon των ’λπεων. Το Μουσείον κέκτηται και μικράν γενικήν τεχνολογικήν συλλογήν. Αι συλλογαί αύται καταλαμβάνουσι δύο μεγάλας αιθούσας του κτιρίου. Επί πλέον τούτων υπάρχει αίθουσα χρησιμεύουσα εις εργαστήριον του καθηγητού, δωμάτιον μικρόν ως γραφείον και βιβλιοθήκη, παραπλεύρως δ' έτερον διά χημείον και συνεχόμενος θαλαμίσκος διά μικροφωτογραφίας. ’νωθεν του ορόφου υπάρχουσιν εν μικροίς δωματίοις τα εργαστήρια του επιμελητού και των βοηθών.
Η ανέγερσις ειδικού κτιρίου διά την εγκατάστασιν πασών και ιδίως των πλουσίων τοπικών συλλογών της Ελλάδος, ων η έκθεσις δεν εσυστηματοποιήθη εισέτι οριστικώς, είνε πλέον ή απαραίτητος. Μουσείον τοιούτο θα είχε διά την ημετέραν χώραν την ιδίαν επιστημονικήν και οικονομικήν σημασίαν ην και το Αρχαιολογικόν Μουσείον.
Γεωλογικόν και Παλαιοντολογικόν Εργαστήριον και Μουσείον.
Αμφότερα διατελούσιν από του 1906 υπό την διεύθυνσιν του κατά το αυτό έτος διορισθέντος τακτικού καθηγητού της Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας κ. Θ. Σκούφου.
Το Μουσείον ευρίσκεται εγκαθιδρυμένον εντός μιας και μόνης επιμήκους αιθούσης ευρισκομένης παραπλεύρως των αιθουσών του Ορυκτολογικού και Πετρογραφικού Μουσείου, εντελώς δε ακαταλλήλου δι' ον σκοπόν χρησιμοποιείται ου μόνον διά το ανεπαρκές του φωτισμού, αλλά και διότι μόλις επαρκεί εις την έκθεσιν μιάς μικράς γενικής γεωλογικής και παλαιοντολογικής συλλογής και ελαχίστου μέρους των απολιθωμάτων Πικερμίου, Αλμυροποτάμου, Σάμου, Μεγαλοπόλεως, Κύμης κ.λ., ων μέγα μέρος ευρίσκεται εισέτι εντός κιβωτίων εις τα υπόγεια του Πανεπιστημίου, πλείστον δε έτοιμον προς αναστήλωσιν σκελετών εις απλάς προχείρους εφ' όλου του ύψους των τοίχων του Εργαστηρίου Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας προθήκας κεκαλυμμένος διά παραπετασμάτων.
Το δε Εργαστήριον στεγάζεται εις το α' πάτωμα του παρά τη διασταυρώσει των οδών Σίνα και Ακαδημείας οικοδομήματος, πρώην Αστυκλινικής, μετά των παρακειμένων τριών υπογείων αιθουσών της Νομικής Σχολής, εξ ων η μία χρησιμοποιείται ως αίθουσα διδασκαλίας των σχετικών μαθημάτων. Το διαμέρισμα τούτο μόλις επαρκεί εις απλήν μόνην στέγασιν των γραφείων του προσωπικού, βιβλιοθήκης κ. λ. Αι δύο συνεχόμεναι αίθουσαι εκ των κάτωθι της Νομικής Σχολής χρησιμεύουσι διά τε την ταξινόμησιν και τον καθαρισμόν των απολιθωμάτων των ανασκαφών Πικερμίου, Αλμυροποτάμου, Σάμου, Μεγαλοπόλεως, Κύμης κ.λ των ευρισκομένων ως ελέχθη, ακαθαρίστων εν κιβωτίοις.
Φαρμακευτικόν Χημείον.
Το Φαρμακευτικόν Χημείον ιδρύθη τω 1837 επί Ξαβερίου Λάνδερερ εν τω υπογείω του Πανεπιστημίου, αν και ο γερμανοέλλην καθιιγητής εδίδασκε κατ' αρχάς εν τω βασιλικώ φαρμακείω. Μικρόν και ατελές ήτο τότε το χημικόν τούτο εργαστήριον και μετά κόπου πολλού έξετελούντο πρακτικαί τινες ασκήσεις και προητοιμάζοντο ελάχιστά τινα πειράματα, άτινα μετεφέροντο εις την αίθουσαν της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου, όπου εγίνετο η διδασκαλία. Εις το ατελές εργαστήριόν του εξήτασε ιαματικά τινα ύδατα της Ελλάδος διά των απλών μεθόδων της εποχής του. Ο Λάνδερερ παρητήθη τω 1869, διάδοχος δ' αυτού υπήρξε, διορισθείς τω αυτώ έτει, ο Γεώργιος Ζαβιτσανος. Ούτος υπήρξεν ο ιδρυτής του φαρμακευτικού φροντιστηρίου και ο εισηγητής των ασκήσεων της Φαρμακευτικής, αι οποίαι κατ' αρχάς εγίνοντο εις τα υπόγεια δωμάτια του Πανεπιστημίου. ’Αμα δ' όμως τη ιδρύσει του νέου Χημείου μετεφέρθη το Φαρμακευτικόν Χημείον εις τον κατώτερον όροφον της οικίας Παπαδοπούλου παρά το Ανατομείον, όπου και σήμερον ευρίσκεται (Ακαδημείας 38).
Τον Ζαβιτσάνον, παραιτηθέντα διά λόγους υγείας τω 1881, διεδέχθη ο Γεώργιος Κρίνος τω αυτώ έτει. Ούτος εσυστηματοποίησε τας εργαστηριακάς ασκήσεις του φαρμακευτικού Χημείου, αλλ' απεμακρύνθη της καθηγεσίας τω 1891.
Τον Γ. Κρίνον διεδέχθη τω 1892 ο Αναοτάοιος Δαμβέργης, όστις επί 28 έτη εδίδαξεν εν τω Πανεπιστημίω την Φαρμ. Χημείαν, διηύθυνε τας ασκήσεις του Φαρμακ. Χημείου και εξετέλεσε πολλάς ερεύνας χημικάς.
Μετά τον θάνατον του Αναστασίου Δαμβέργη, τω 1920, το Φαρμακευτικόν Χημείον διετέλεσεν επί έτος υπό την προσωρινήν διεύθυνσιν του Γεωργίου Ματθαιοπούλου, τακτικού καθηγητού της Οργανικής Χημείας.
Τέλος τον Μάιον 1921 διωρίσθη τακτικός καθηγητής της Φαρμακευτικής Χημείας και διευθυντής του Φαρμ. Χημείου ο Εμμανουήλ Ι. Εμμανουήλ.
Εν τω Φαρμ. Χημείω τελείται ταυτόχρονος άσκησις 250 φοιτητών, ο δε χώρος αυτού μόλις εξαρκεί δι' 60 ασκουμένους. Το αδύνατον της διδασκαλίας των φοιτητών της Φαρμακευτικής εντός των ακαταλλήλων και ανθυγιεινών υπογείων εργαστηρίων, εν οις επί 8ωρον καθ' εκάστην ταλαιπωρούνται οι ασκούμενοι, εγένετο ήδη αντιληπτον και υπάρχει ελπίς δτι θα ληφθή πρόνοια διά την μεταφοράν του εργαστηρίου, εν ω επιδιώκεται ούτω μέγας σκοπός και πλήρες χημικόν πρόγραμμα ασκήσεων επιτελείται.
Το Φαρμακευτικόν Χημείον αποτελείται εκ δύο ορόφων.
Ο άνω όροφος περιλαμβάνει 1) το γραφείον του Καθηγητού με τας βιβλιοθήκας και τας σκευοθήκας των πολυτίμων χημικών οργάνων, 2) το εργαστήριον του Καθηγητού, 3) την αίθουσαν της παραδόσεως, εις την οποίαν υπάρχουσιν αι φωτογραφίαι των χρηματισάντων διευθυντών του Φαρμ. Χημείου, 4) την αίθουσαν των συλλογών χημικών και φυτικών φαρμάκων, εις την οποίαν υπάρχουσι και οι ζυγοί των φοιτητών, 5) την αίθουσαν ασκήσεως των τεταρτοετών φοιτητών και 6) τας αποθήκας των χημικών οργάνων.
Ο κάτω όροφος περιλαμβάνει 1) το γραφείον και το εργαστήριον επιμελητών και βοηθών, 2) την άποθήκην των χημικών προϊόντων, 3) την μεγάλην αίθουσαν ασκήσεων φοιτητών, 4) την μικράν αίθουσαν ασκήσεων φοιτητών, 5) το δωμάτιον της αποστάξεως 6) τον διάδρομον, εις τον οποίον επίσης ασκούνται φοιτηταί, 7) το δωμάτιον του υδροθείου και 8) τάς αποθήκας, εις τας οποίας φυλάσσονται τα οξέα.
Ανατομείον
Εγκατεστάθη το πρώτον εν τινι των υπογείων της οπισθίας πλευράς του Πανεπιστημίου, πρώτος δ' υπέρ αυτού δωρητής αναγράφεται ο Βασιλεύς Όθων δωρησάμενος αυτώ τους ανατομικούς πίνακας του Mascani, είτα δε ο Γ. Μανούσης ανατομικόν μικροσκόπιον και ο βαρώνος Γ. Σίνας σκελετούς και άλλα όργανα.
Πρώτος καθηγητής της Ανατομικής και διευθυντής του Ανατομικού Ταμείου, ως εκαλείτο το πάλαι το Ανατομείον, εγένετο ο Δημ-Μαυροκορδάτος, αδελφός νεώτερος του καθηγητού της Νομικής Γ. Μαυροκορδάτου και εκ των πρώτων ευεργετών του Πανεπιστημίου.
Ό Δ. Μαυροκορδάτος αποβιώσας μετά δυο περίπου έτη από του διορισμού του, διδακτικόν μόνον σύγγραμμα ηδυνήθη να παρασκευάση χάριν των φοιτητών κατά τον βραχύν χρόνον της καθηγεσίας. Τον Δ. Μαυροκορδάτον διεδέχθη ό Δαμιανός Γεωργίου. Από του 1870 - 71 το Ανατομείον εγκατεστάθη εις το εν τη αυλή της υπό του Πανεπιστημίου αγορασθείσης μεγάλης οικίας του Γ. Παπαδόπουλου ανεγερθέν οικοδόμημα, εν ω και νυν ευρίσκεται λειτουργούν. Επί της διευθύνσεως του διαδεχθέντος τον Δ. Γεωργίου Λουκά Παπαϊωάννου αισθητή πρόοδος σημειούται εν τη διαρρυθμίσει και λειτουργία του σπουδαιότατου τούτου εργαστηρίου της Ιατρικής. Αι πρόοδοι δ' αύται και βελτιώσεις καθίστανται αισθητότεραι εφεξής επί του διαδόχου αυτού κ. Ρ. Νικολαΐδου καθηγητού νυν της Φυσιολογίας και του διαδεξαμένου αυτόν κ. Γ. Σκλαβούνου του και νυν διευθύνοντος αυτό. Το Ανατομείον περιλαμβάνει πλην των ισογείων δωματίων, εν οις ασκούνται επί πτωμάτων οι φοιτηταί, μέγα αμφιθέατρον μετά τελειοτάτου προβολέως φωτεινών εικόνων, γραφείον ιδιαίτερον του καθηγητού μετά βιβλιοθήκης, αίθουσαν ανατομικών προπλασμάτων, αίθουσαν διά τα ανατομικά παρασκευάσματα κλπ.
Το κτίριον του Ανατομείου, ανεξαρτήτως του ότι ωκοδομήθη επί σχεδίου ουχί καταλλήλου, κατέστη συν τη παρελεύσει των ετών όλως ανεπαρκές διά το λίαν περιωρισμένον του χώρου και προς τας απαιτήσεις της διδασκαλίας καθόλου και προς τας ασκήσεις των φοιτητών ιδία.
Παθολογικόν Ανατομείον
Τον πυρήνα της ιδρύσεως του εργαστηρίου τούτου υπό μορφήν απλής συλλογής παρασκευασμάτων απετέλεσαν τα υπό του εν Βιέννη καθηγητού Ροκιτάνσκη κατά παράκλησιν του Ρέζερ, ιατρού του Βασιλέως Όθωνος, δωρηθέντα τω Πανεπιστημίω παθολογοανατομικά παρασκευάσματα, μετά των υπό του εν Μονάχω καθηγητού Σνάϊδερ προσενεχθέντων ανατομικών παρασκευασμάτων. Διευθυντής του ουτωσί αποτελεσθέντος Παθολογικού, ως ωνομάσθη, Μουσείον, διωρίσθη ο Στέφανος Σταυρινάκης τω 1852. Η συλλογή αυτή επλουτίσθη διά παρασκευασμάτων αξιολόγων τερατολογικών και παθολογικών υπό του υφηγητού Κ. Π. Δηλιγιάννη, όστις παρεσκεύασεν αυτά, πεντήκοντα τον αριθμόν, εν Βιέννη ευρισκόμενος, και όστις, διορισθείς τω 1864 καθηγητής της Παθολογικής Ανατομίας, ανέλαβε και την διεύθυνσιν του Μουσείου, περί ου εξέδωκε λεπτομερή και ακριβή έκθεσιν περιλαμβανομένην εν τη λογοδοσία Ηρ. Μητσοπούλου. Μετά τον Κ. Δεληγιάννην μετατεθέντα εις την διδασκαλίαν του μαθήματος της ειδικής Νοσολογίας και Θεραπευτικής και είτα (1875) της Ιατρικής κλινικής, ανέλαβε την διεύθυνσιν του Μουσείου ο κατά το αυτό έτος διορισθείς έκτακτος καθηγητής, της Γεν. Παθολ. Ανατομίας Μιχ. Χατζημιχάλης. Τούτον διεδέχθη εν τη διευθύνσει του Παθολογικού Ανατομείου ο καθηγητής Δημ. Χασιώτης, όστις σπουδαίως προήγαγε τα κατ' αυτό, διαρρυθμίσας εις τμήματα Ιστολογικόν, Χημικόν και Μικροβιολογικόν και τούτον αποβιώσαντα ο καθηγητής Ν. Πεζόπουλος, ου διάδοχος ο νυν καθηγητής της Παθολογικής Ανατομικής κ. Κ. Μελισσηνός. Τω 1914 και 1915 εγένοντο αξιόλογοι διαρρυθμίσεις εν τω εσωτερικώ του κτιρίου του Παθολ. Ανατομείου, αίτινες σπουδαίως διηυκόλυναν τας ασκήσεις των φοιτητών και την διδασκαλίαν καθόλου. Εν πρώτοις η διδασκαλία από θεωρητική εγένετο πρακτική, των φοιτητών διδασκομένων ήδη επί παρασκευασμάτων διατηρουμένων εν τοις υγροίς Kaiserling κτλ. Το Μουσείον επλουτίσθη δι' υπερχιλίων και πλέον παρασκευασμάτων διατηρουμένων εν δοχείοις καταλλήλοις.
Κατεσκευάσθη αίθουσα μετ' αμφιθεάτρου νεκροτομιών, εν η οι εν ταις Κλινικαίς θνήσκοντες μεταφέρονται και νεκροτομούνται ενώπιον των φοιτητών μετ' ειδικής επεξηγήσεως των διαφόρων παθολ. ευρημάτων εν σχέσει προς την κλινικήν διάγνωσιν. Πλην τούτων το Παθολ. Ανατομείον παραλαμβάνει και εξετάζει τους εκ των διαφόρων κλινικών διαπεμπομένους όγκους και διάφορα άλλα παθολ. ευρήματα τηρούν ειδικόν επί τούτων πρωτόκολλον. Διερρυθμίσθη ιδιαιτέρα αίθουσα πρακτικών ασκήσεων εν η εργάζονται καθ' εκάστην και κατά κλάσεις οι τεταρτοετείς φοιτηταί ασκούμενοι ούτω διά του μικροσκοπίου επί των νεκροψιακών ευρημάτων. Εγένετο δε και τμήμα πειραματικών ερευνών διά τας ερεύνας του προσωπικού του Παθολ. Ανατομείου προς καλλιεργίαν της επιστήμης.
Φυσιολογείον
Η ίδρυσις φυσιολογικού εργαστηρίου εν τω Πανεπιστημίω χρονολογείται από του 1884, ότε ο κ. Ρ. Νικολαΐδης, ο νυν καθηγητής, διω-ρίσθη υφηγητής της Πειραματικής Φυσιολογίας. Είναι αληθές ότι το μάθημα της Φυσιολογίας εδιδάσκετο εν τω Πανεπιστημίω, πρώτος δε διδάξας εγένετο ο αείμνηστος καθηγητής της Ανατομικής Δημήτριος Μαυροκορδάτος και εφεξής οι Δαμιανός Γεωργίου, Κων/τίνος Βουσάκης και Ιωάννης Ζωχιός, αλλ' η διδασκαλία περιωρίζετο εις την έκθεσιν των πορισμάτων, εις α κατέληγαν αι αλλαχού γινόμεναι φυσιολογικαί έρευναι. Τίνι δ' όμως τρόπω και τίνες αι οδοί αι αγαγούσαι εις τα πορίσματα ταύτα περί τούτων ουδείς βεβαίως λόγος ηδύνατο να γίνη διά την έλλειψιν των καταλλήλων προς πειραματισμόν οργάνων, ήτοι φυσιολογικού εργαστηρίου. Πρώτη φροντίς του κ. Νικολαΐδου άμα διορισθέντος υφηγητού εγένετο η ίδρυσις φυσιολογικού εργαστηρίου έστω και μικρού. Προς τούτο εχρησιμοποίησε τα όργανα, άτινα είχεν ιδία δαπάνη αποκτήσει εν Γερμανία, ως χώρον δε προς εγκατάστασιν του εργαστηρίου παρεχώρησεν ο Πρύτανις της περιόδου 1883 - 84 Π. Κυριακός την δυτικήν αίθουσαν της οικίας Παπαδοπούλου, πλάξ δε φέρουσα την επιγραφήν φυσιολογικόν εργαστήριον και αποκειμένη έτι και νυν εις το φυσιολογείον ετέθη επί της θύρας της αιθούσης.
Η αθρόα προσέλευσις των φοιτητών ίνα ίδωσι τα γινόμενα φυσιολογικά πειράματα και μικροσκοπικά παρασκευάσματα, ενεθάρρυναν τον κ. Νικολαΐδην να προβή εις περαιτέρω ενεργείας παρά τη Συγκλήτω, ων αποτέλεσμα υπήρξεν η έγκρισις πιστώσεως δραχ. 5000 προς αγοράν οργάνων αφ' ενός και η ίδρυσις φυσιολογείου αφ' ετέρου. Και τα μεν όργανα τάχιστα παραγγελθέντα μετ' ου πολύ ετίθεντο εις χρήσιν διά την πειραματικήν διδασκαλίαν, αλλ' η του κτιρίου οικοδόμησις συντελεσθείσα επί σχεδίου ακαταλλήλου ηστόχησε του σκοπού αυτού. Ο κ. Νικολαΐδης καίπερ διορισθείς τω 1892 καθηγητής της Ανατομικής εξηκολούθησεν αδιακόπως και την πειραματικήν διδασκαλίαν της Φυσιολογίας, μέχρις ου, μετατεθέντος του καθηγητού της Φυσιολογίας Ιω. Ζωχιού εις την έδραν της Ιατρικής κλινικής, διεδέχθη αυτόν εν τη έδρα της Φυσιολογίας. Από της εποχής ταύτης άρχεται κυρίως ειπείν το πρώτον εν Ελλάδι λειτουργούν φυσιολογικόν Εργαστήριον. Αλλά παρά την συστηματικήν και επιστημονικήν οργάνωσιν του φυσιολογείου, η έλλειψις αμφιθεάτρου διά την από έδρας διδασκαλίαν μαθήματος καθαρώς πειραματικού, ως είνε σήμερον η Φυσιολογία, κρινομένη αυτόχρημα βασική, παρακωλύει σοβαρώς την διδασκαλίαν του σπουδαιότατου εις την Ιατρικήν μαθήματος τούτου, ανεξαρτήτως των κινδύνων εις ους υπόκεινται συσκευαί λεπτεπίλεπτοι και ευαίσθητοι πολλάκις λυόμενοι και ανασυντιθέμεναι, ίνα μετακομισθώσιν από αιθούσης εις αίθουσαν διά την διδασκαλίαν.
Το φυσιολογείον ως έχει σήμερον μετά την άρτι συντελεσθείσαν ανακαίνισιν αυτού περιλαμβάνει τρεις ορόφους. Εν τω τρίτω ορόφω ευρίσκονται: 1) Η αίθουσα των οργάνων, εν η είναι διατεταγμένοι κατά συστήματα αι συλλογαί των φυσιολογικών συσκευών διά τε την από έδρας πειραματικήν διδασκαλίαν, τάς φροντιστηριακάς ασκήσεις και τας επιστημονικάς ερεύνας, περιλαμβάνει δε την ομάδα των οργάνων διά την επίδειξιν των φαινομένων της κυκλοφορίας και αναπνοής, διαφόρου συστήματος αντλίας διά την καταμέτρησιν των αερίων του αίματος, την ομάδα των οργάνων διά την εξέτασιν των φαινομένων των μυών και των νεύρων, διαφόρου τύπου μαγνητικά και έγχορδα γαλβανόμετρα, την ομάδα των οργάνων της Φυσικής προς εξέτασιν των φαινομένων των αισθητηρίων' οργάνων ήχου, φωτός, συλλογήν διαπασών και συλλογήν κυμογραφίων διαφόρου χρήσεως.
2) Τα τμήματα της Φυσιολογικής Ιστολογίας και Φυσιολογικής Φυσικής περιλαμβάνοντα α) την αίθουσαν της Φυσιολογικής Ιστολογίας, εν η επιτελούνται αι φυσιολογικοϊστολογικαί επιδείξεις της μορφής των κυττάρων κατά την ενέργειαν και ανενεργησίαν και αι ίδιαι επιστημονικαί έρευναι. Περιλαμβάνει δε την ομάδα των μικροσκοπίων και των σχετικών προς την ιστολογίαν συσκευών, (Ultra-Microscop) κλπ., την ομάδα των οργάνων προς εξέτασιν των συστατικών του αίματος, λέμφου κλπ. και τους ευαισθήτους ζυγούς, β) Την αίθουσαν της Φυσιολογικής Φυσικής μετά τελείου χειρουργείου και πλήρους εργαλειοθήκης διά τας επί των ζώων εγχειρήσεις. Έτι δε ίδιον χώρον διά τας επιστημονικάς πειραματικάς ερεύνας.
3) Η αίθουσα των ακτινών Χ.
4) Το γραφείον του καθηγητού και διευθυντού του Φυσιολογείου.
5) Η αίθουσα της βιβλιοθήκης.
Εν τω δευτέρω ορόφω ευρίσκονται αι αίθουσαι της φροντιστηριακής διδασκαλίας και των πειραματικών ασκήσεων των φοιτητών, άρτι διασκευασθείσαι κατά την ανοικοδόμησιν του Φυσιολογείου, διότι πρότερον ο χώρος ήτο τελείως ανεπαρκής.
Εν τω πρώτω ορόφω (υπογείω) ευρίσκεται το τμήμα της Φυσιολογικής Χημείας, περιλαμβάνον 1) την αίθουσαν εν η φυλάσσονται αι χημικαί ουσίαι και αι συλλογαί των συσκευών της φυσιολογικής Χημείας. 2) την αίθουσαν των φυσιολογικοκλινικών ασκήσεων των φοιτητών, ήτις όμως είναι όλως ανεπαρκής εξ απόψεως χώρου ένεκα του μεγάλου αριθμού των ασκουμένων φοιτητών.
Φαρμακολογικόν Εργαστήριον
Το εργαστήριον τούτο λειτουργεί εν τω άνω ορόφω του παρά τη γωνία των οδών Ακαδημείας και Σίνα οικήματος, εν ω άλλοτε ευρίσκετο η Αστυκλινική και ούτινος τον κάτω όροφον κατέχει το Γεωλογικόν και Παλαιοντολογικόν εργαστήριον. Αι πρώται βάσεις των συλλογών του εργαστηρίου τούτου ανάγονται εις την πρώτην περίοδον ή μάλλον τας αρχάς της δευτέρας περιόδου του Πανεπιστημίου. Οφείλονται δε αύται εις αξιόλογον δωρεάν του εν Πράγα ομογενούς Βάτκα. Αλλ η συλλογή αύτη διά το μη υπάρχειν χώρον επιτήδειον προς τοποθέτησιν παρέμεινε κεκλεισμένη επί έτη εντός ερμαρίων, ως μαρτυρεί ο Φρεαρίτης (λογοδ. σ. 23), ου πρυτανεύοντος (1863-64) ετέθη εν ιδία αιθούση, αφού προηγουμένως ετακτοποιήθη επιστημονικώς, κατεγράφη και συνεπληρώθη εκ των ενόντων και παρεδόθη εις τον κατά το 1862 διορισθέντα τακτικόν καθηγητήν της Φαρμακολογίας Θ. Αφεντούλην προς χρήσιν των φοιτητών της Ιατρικής. Η συλλογή αύτη, κατά τον Φρεαρίτην, περιείχε 1032 φαρμακολογικά αντικείμενα. Έκτοτε δε πλουτιζομένη και τακτοποιουμένη επιστημονικώς υπό του διευθυντού αυτής καθηγητού Θ. Αφεντούλη κατέστη εκ των καλλίστων συλλογών επαρκής εις την διδασκαλίαν των φοιτητών της Ιατρικής.
Διευθυνταί του φαρμακολογικού εργαστηρίου υπήρξαν μετά τον Αφεντούλην ο Ν. Μακκάς και ο κ. Ν. Καλικούνης. Εσχάτως δε διωρίσθη καθηγητής και διευθυντής ο κ. Γ. Ιωακείμογλου έκτακτος καθηγητής της φαρμακολογίας εν τω Πανεπιστημίω του Βερολίνου, αλλ' όστις δεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ούτω δε παραμένει η έδρα κενή.
Εργαστήριον Υγιεινής και Μικροβιολογίας.
Η ίδρυσις του Εργαστηρίου τούτου χρονολογείται αφ' ης εποχής διωρίσθη καθηγητής εν τη φερωνύμω έδρα ο καθηγητής κ. Κ. Σάββας, όστις και νυν διευθύνει αυτό.
Το πρώτον ελειτούργησε τούτο εν τω Χημείω, είτα μετά την πυρκαϊάν αυτού εν τω Παθολογικώ Ανατομείω, τω δε 1915 εμισθώθη η παρά τη οδώ Ακαδημείας-Ομήρου μεγάλη οικία Μίνδλερ, εν η εγκατεστάθη το Εργαστήριον τούτο και συν αυτώ και τα Εργαστήρια της Χειρουργικής Παθολογίας, Ειδικής Νοσολογίας και Θεραπευτικής και Γενικής Πειραματικής Παθολογίας.
Το Εργαστήριον περιλαμβάνει βιβλιοθήκην, αίθουσαν ασκήσεων, εν η δύνανται να ασκηθώσι περί τους εξήκοντα φοιτητάς, δύο αιθούσας επιμελητών, δύο βοηθών, μίαν αίθουσαν επωαστικών κλιβάνων περιέχουσαν εξ τοιούτους, εν παρασκευαστήριον θρεπτικών υλών, ένα σκοτεινόν θάλαμον διά το υπερμικροσκόπιον, τέσσαρας αποθήκας, δύο δωμάτια πειραματοζώων, εν δωμάτιον χρησιμεύον προσωρινώς ως Μουσείον Υγιεινής, ένα θαλαμίσκον περιέχοντα τον αποτεφρωτικον κλίβανον και το προαύλιον εν ω στεγάζεται εις φορητός απολυμαντικός κλίβανος.
Ως προς τα όργανα το Εργαστήριον έχει τριάκοντα τέσσαρα μικροσκόπια, πλουσίαν συλλογήν μικροβιακών καλλιεργημάτων, δισχιλίας περίπου φωτεινάς εικόνας διά τον προβολέα, πίνακας εγχρώμους σχιζομυκήτων, πρωτοζώων και σκωλήκων, συσκευάς εξετάσεως αέρος, ύδατος, γάλακτος, βουτύρου, δύο ζυγούς ακριβείας και δύο ετέρους κοινούς, συλλογήν μικροβιακών προπλασμάτων, δύο ηλεκτρικάς φυγοκέντρους και δύο τοιαύτας χειροκινήτους, συσκευάς απολυμάνσεως, μικροτόμους, συλλογήν εν φιάλαις ζωικών παρασίτων, μικράν τοιαύτην παθολογοανα-τομικών παρασκευασμάτων και άλλα όργανα και σκεύη απαραίτητα διά τας μικροβιολογικάς ερεύνας και τας κλινικάς εξετάσεις.
’Αμα τη ιδρύσει του (1900) το Εργαστήριον της Υγιεινής και Μικροβιολογίας ηνώθη μετά του κατά το 1895 υπό του καθηγητού Σάββα ιδρυθέντος και εις το Υπουργείον των Εσωτερικών ανήκοντος μικροβιολογικού Εργαστηρίου του Ιατροσυνεδρίου.
Επί εικοσιπενταετίαν ολόκληρον τα δύο ιδρύματα απετέλουν εν κοινόν Εργαστήριον και ήσαν εγκατεστημένα εντός κτιρίου ανήκοντος εις το Πανεπιστήμιον, η δ' εν αυτοίς εργασία εξετελείτο υπό του Καθηγητού της Μικροβιολογίας και του λοιπού πανεπιστημιακού προσωπικού, χωρίς να παρέχηται εις αυτό ιδιαιτέρα τις αμοιβή εκ μέρους του Υπουργείου των Εσωτερικών διά τας εν αυτώ εκτελουμένας πολυάριθμους εργασίας, τας σκοπούσας την προστασίαν της δημοσίας Υγείας. Μόνον δ' οσάκις το Εργαστήριον επεβαρύνετο δι' υπερμέτρου εργασίας (ως λ. χ. παρασκευής μεγάλης ποσότητος αντιχολερικού εμβολίου κατά την έπιδημίαν του 1913 και βραδύτερον) απεσπάτο παρ' αυτώ προσωρινώς ανώτερον και κατώτερον προσωπικόν λαμβανόμενον κατά το πλείστον παρά του Υπουργείου των Στρατιωτικών εκ των εφέδρων ιατρών και νοσοκόμων.
Ούτως εργαζόμενον το Εργαστήριον τούτο, χωρίς να βαρύνη το Ύπουργείον των Εσωτερικών διά μισθοδοσίας προσωπικού, δι' ενοίκιον, δι' έξοδα φωτισμού και θερμάνσεως, κατώρθωσε να επιφέρη αποτελέσματα, άτινα, λαμβανομένης υπ' όψιν της πενιχρότητος των δαπανών και της ελλείψεως του χώρου, δύνανται να παραβληθώσι προς τα των τελειότερων Ινστιτούτων της Εσπερίας. - Διότι εν αυτώ εξετελέσθησαν εκατοντάδες μικροβιολογικών ερευνών προς διάγνωσιν της χολέρας, της πανώλους, της δυσεντερίας, του κοιλιακού τύφου και άλλων νόσων. - Παρεσκευάσθησαν προφυλακτικά εμβόλια αντιχολερικόν, αντιπανωλικόν, αντιτυφικόν, αντιπαρατυφικόν κλπ. εις εκατομμύρια δόσεων ούτω δ' ου μόνον επετεύχθη δι' αυτών η πρόληψις και καταστολή των σχετικών λοιμωδών νόσων, αλλ' ωφελήθη το Κράτος εκατομμύρια όλα δραχμών, αίτινες θα εδαπανώντο προς την εκ του εξωτερικού προμήθειαν αυτών. -Πλην τούτων εχορηγήθησαν πληθύς θεραπευτικών εμβολίων (αντισταφυλοκοκκικού, αντιστρεπτοκοκκικού, αντιγριππικού, αντικολοβακτηριακού, κατά της οζαίνης κ. τ. τ.) εις τε τα διάφορα Νοσοκομεία και τους ιατρούς προς θεραπείαν των εκ των σχετικών νόσων πασχόντων. Παρεσκευάσθη κατ' επανάληψιν αντιδιφθεριτικός ορός εφάμιλλος προς τον εκ της Εσπερίας προερχόμενον. -Παρεσχέθησαν εις τα Υπουργεία των Στρατιωτικών και της Γεωργίας μεγάλαι ποσότητες μαλεΐνης και αντανθρακικού εμβολίου. -Προς προστασίαν δε της γεωργίας από δύο ήδη δεκαετηρίδων χορηγούνται καλλιεργήματα του τύφου των μυών προς καταστροφήν των αρουραίων. -Εν γένει δε πάσα μικροβιολογική εργασία ζητηθείσα παρά του Κράτους προς διάγνωσιν, προφύλαξιν και θεραπείαν των νόσων του άνθρωπου και των ζωών εξετελέσθη πάραυτα εν αυτώ μετά τοσαύτης εντελείας, ώστε δυνάμεθα, άνευ υπερβολής, να είπωμεν ότι παρά την έλλειψιν των καταλλήλων οικοδομημάτων και την σχετικήν ανεπάρκειαν προσωπικού και υλικού, το Εργαστήριον τούτο ουδόλως υστέρησε των αντιστοίχων εν τη αλλοδαπή ιδρυμάτων.
Εν τω Εργαστηρίω τούτω εξεπαιδεύθησαν οι σημερινοί Υγιεινολόγοι, οίτινες είτε ως ιδιώται μικροβιολόγοι είτε ως υγειονομικοί επιθεωρηταί και στρατιωτικοί ή ναυτικοί ιατροί πολύτιμους προσήνεγκον εις το Κράτος υπηρεσίας κατά την περιστολήν της χολέρας, της πανώλους, του εξανθηματικού τύφου κλπ. ως και κατά την διάγνωσιν και θεραπείαν των λοιμωδών νόσων καθ' άπασαν την χώραν. -Εκ του Εργαστηρίου τούτου προήλθεν η ιδέα της εις εμπολέμους στρατούς εν μεγάλη κλίμακι εφαρμογής του προφυλακτικού εμβολιασμού, όστις υπό τοσαύτης εστέφθη επιτυχίας κατά τον Ελληνοβουλγαρικόν πόλεμον εν τη καταπολεμήσει της χολέρας, ώστε εγένετο γενικώς αποδεκτή εφαρμοσθείσα εις τους στρατούς των αντιμαχομένων Κρατών εν τω τελευταίω παγκοσμίω πολέμω, συντελέσασα ούτω προς πρόληψιν της εις αυτούς αναπτύξεως της χολέρας, του κοιλιακού τύφου και του παρατύφου.
Εν τω Εργαστηρίω τούτω εκπαιδεύονται πρακτικώς εις την Μικροβιολογίαν και την Υγιεινήν οι φοιτηταί της Ιατρικής, της Οδοντοϊατρικής και Φαρμακευτικής, ασκούμενοι εν ειδικοίς φροντιστηρίοις περί την χρώσιν, την καλλιεργίαν και την εν γένει αναζήτησιν των σπουδαιότερων μικροβίων και την εκτέλεσιν των κυριοτέρων υγιεινών ερευνών.
Πλην όμως τούτων και πολλοί ιατροί και φαρμακοποιοί φοιτώσιν εν αυτώ ειδικευόμενοι περί την Μικροβιολογίαν.
Εργαστήριον Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας
Πρώτος διδάξας ιατροδικαστικήν και τοξικολογίαν εν τω Πανεπιστημίω υπήρξεν ο καθηγητής Αλέξιος Πάλλης. Αλλ' η του εργαστηρίου ίδρυσις οφείλεται εις τον διάδοχον αυτού καθηγητήν Αχιλλέα Γεωργαντάν διδάξαντα μέχρι του .... Επί δε του διαδεξαμένου αυτόν καθηγητού Γεωργίου Βάφα ικανώς εβελτιώθησαν οι όροι της λειτουργίας του ειρημένου εργαστηρίου, όπερ από του 1912 διευθύνει ο καθηγητής κ. Ιωάννης Γεωργιάδης, όστις επιμελητής χρηματίσας εφ' ικανόν του Γ. Βάφα, διεδέχθη αυτόν αποβιώσαντα. Το οίκημα, εν ω λειτουργεί το εργαστήριον, αποτελούμενον εκ πέντε μικρών δωματίων είνε όλως ακατάλληλον και ανεπαρκές προς τον σκοπόν δι' ον προωρίσθη τούθ' όπερ ου σμικράς παρεμβάλλει δυσχερείας εις την διδασκαλίαν των φοιτητών. Λόγω δε του ότι το ίδρυμα τούτο εξυπηρετεί ανάγκας σπουδαιοτάτας του Κράτους, μετέχει τούτο των δαπανών αυτού κατά ποσόν ίσον προς το ετήσιον μίσθωμα του κτιρίου.
Εργαστήριον Παθολογικής Φυσιολογίας.
Το Εργαστήριον της Παθολογικής Φυσιολογίας ιδρυθέν διά του Νόμου 2905 αποτελεί συνέχειαν του από του έτους 1911 διά του Νόμου ΓΩΚΓ' συσταθέντος εργαστηρίου της Γενικής και Πειραματικής Παθολογίας, ου διευθυντής ετύγχανεν ο καθηγητής κ. Α. Χρηστομάνος μέχρι του 1923, ότε απεχώρησεν εκουσίως της θέσεως του.
Το Εργαστήριον περιλαμβάνει 4 τμήματα ήτοι το Ιστολογικόν, το Πειραματικόν, το Μικροβιολογικόν και το Χημικόν. Το προσωπικόν του Εργαστηρίου αποτελείται εκ του διευθυντού, όστις είνε ο εκάστοτε καθηγητής του μαθήματος, εξ ενός επιμελητού και αναλόγου βοηθητικού και υπηρετικού προσωπικού. Εν τω Εργαστηρίω της Παθολογικής Φυσιολογίας γίνονται επιδείξεις και ασκήσεις των τριτοετών φοιτητών εις τήν Παθολογικήν Φυσιολογίαν υπό του καθηγητού, εις δε την Παθολογικήν Χημείαν υπό του επιμελητού του Εργαστηρίου. Σκόπος του Εργαστηρίου, εκτός του καθαρώς διδακτικού, είνε και η καλλιέργεια της επιστήμης δι' επεξεργασίας διαφόρων επιστημονικών θεμάτων υπό του προσωπικού του Εργαστηρίου και υπό άλλων επιστημόνων. Το Εργαστήριον της Παθολογικής Φυσιολογίας στεγάζεται εν τη παρά τη οδώ Ακαδημείας 29 οικία Μίνδλερ, διευθύνεται δε υπό του νέου καθηγητού της Παθολογικής Φυσιολογίας κ. Ι. Κατσαρά.
Εργαστήριον Παιδαγωγικής
Το Εργαστήριον τούτο ιδρύθη το πρώτον διά του νέου Οργανικού Νόμου του Πανεπιστημίου και λειτουργεί υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού της Παιδαγωγικής κ. Ν. Εξαρχοπούλου καταλαμβάνον δύο μικρά δωμάτια εν τω τρίτω ορόφω του παρά τη οδώ Ακαδημείας 29 οικήματος εν ω και το Εργαστήριον Μικροβιολογίας κλπ. Το Εργαστήριον συμπήξαν ήδη μικράν βιβλιοθήκην και πλουτιζόμενον από διετίας περίπου διά καταλλήλων οργάνων και βιβλίων προώρισται συν τω χρόνω να προαγάγη και διά της πειραματικής διδασκαλίας σπουδαίως τας παιδαγωγικάς σπουδάς εν Ελλάδι, όπου μέχρι τούδε μόνον θεωρητικώς εδιδάσκετο η παιδαγωγική.
Ανθρωπολογικόν Μουσείον
Το Ανθρωπολογικόν Μουσείον του Εθνικού Πανεπιστημίου διατελεί από της 12 Νοεμβρίου 1915 υπό την διεύθυνσιν του δρος Ιωάννου Γ. Κούμαρη.
Ιδρύθη τω 1886 υπό του Κλωνός Στεφάνου, διευθύναντος αυτό μέχρι του θανάτου αυτού (10 Ιανουαρίου 1915). Στεγάζεται δε επί του παρόντος εν μια των αιθουσών του άνω ορόφου της Ακαδημείας.
Αι κυρίως ανθρωπολογικαί συλλογαί του Μουσείου αποτελούνται καθόλου εκ των πολυτίμων κρανίων και τινων σκελετών προϊστορικών, ιστορικών, μεσαιωνικών και νεωτέρων χρόνων. Πλουτίζεται δε ήδη δι' εκμαγείων των σπουδαιότερων παλαιοντολογικών ανθρωπίνων υπολειμμάτων των ευρισκομένων εις διάφορα Μουσεία της Ευρώπης και άλλων χωρών.
Ως πυρήν Εθνολογικού Μουσείου δύναται να θεωρηθή δωρεά εξ Αυστραλίας (W. Finucane), όπλων και λοιπών εργαλείων των πρωτογενών φυλών της χώρας.
Τέλος απέκτησε κατά το παρελθόν έτος και πυρήνα Προϊστορικού Μουσείου διά δωρεάς υπό του «Μουσείου φυσικής ιστορίας των Βρυξελλών» (Διευθυντής A. Rutot), σειράς λιθίνων εργαλείων του ανθρώπου.
Η βιβλιοθήκη του Μουσείου είναι πολύτιμος. Βάσις ταύτης υπήρξεν η δωρεά της Αργυρής Πασπάτη και η αγορά τμήματος της βιβλιοθήκης του Κλ. Στεφάνου. Περιέχει δε ανθρωπολογικά, ιστορικά, φυσιογνωστικά και ιατρικά συγγράμματα, αρχαίους συγγραφείς και λεξικά. Πλουτίζεται δε καθ' εκάστην το πρώτον κυρίως τμήμα αυτής, δι' αγοράς των νεωτέρων ανθρωπολογικών συγγραφών.
Παθολογικαί και Χειρουργικαί κλινικαί
Τρεις είναι αι παθολογικαί κλινικαί αι χρησιμεύουσαι εις την διδασκαλίαν των φοιτητών. Εκ τούτων αι δύο πρώται υπό την διεύθυνσιν των καθηγητών κ. Σ. Λιβιεράτου και Β. Μπένση στεγάζονται εν τω Πολιτικώ Νοσοκομείω «Ελπίδι», η δε τρίτη εν τη Αστυκλινική υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού κ. Μ. Σακοράφου. Πλην τούτων υπάρχει και προπαιδευτική Παθολογική κλινική υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού κ. Α. Αραβαντινού.
Εις τρεις ωσαύτως ανέρχονται αι χειρουργικαί κλινικαί, ων η πρώτη και η τρίτη λειτουργούσιν εν τω αυτώ Νοσοκομείω «Ελπίδι» υπό την διεύθυνσιν των καθηγητών κ. Μ. Γερουλάνου και Ν. Αλιβιζάτου, η δε δευτέρα εν τω Αρεταιείω Νοσοκομείω υπό τον καθηγητήν Γ. Φωκάν.
Υπάρχει επίσης και χειρουργική προπαιδευτική κλινική, ης διευθυντής τυγχάνει ο τακτικός καθηγητής κ. Εμμ. Κοντολέων. Η κλινική αύτη λειτουργεί προσωρινώς εν τη Αστυκλινική.
Αι παθολογικαί και χειρουργικαί κλινικαί χρονολογούνται σχεδόν από της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου. Διευθυνταί αυτών εχρημάτισαν των μεν παθολογικών οι καθηγηταί Ιω. Βούρος, Κ. Μαυρογιάννης, Γ. Μακκάς, Χ. Τυπάλδος Πρετεντέρης, Κ. Π. Δεληγιάννης, Γ. Καραμήτσας, Ιω. Ζωχιός, Ν. Μακκάς, Σπ. Λιβιεράτος, Βλ. Μπένσης, των δε χειρουργικών Ιω. Ολύμπιος, Ν. Πετσάλης, Θ. Αρεταίος, Σπ. Μαγγίνας, Ιούλιος Γαλβάνης, Γ. Φωκάς, Μ. Γερουλάνος, Ν. Αλιβιζάτος και Εμμ. Κοντολέων.
Αλλά το κτίριον του Νοσοκομείου «Ελπίδος», εν ω λειτουργούσιν αύται, ου μόνον ανεπαρκές είνε ένεκα της στενότητας του χώρου αυτού, αλλά και ακατάλληλον πάντη, λόγω της κατασκευής αυτού. Η εγκατάστασις άρα χειρουργικών και παθολογικών κλινικών εις ίδια ανεξάρτητα κτίρια προς πανεπιστημιακήν διδασκαλίαν επιβάλλεται αναποτρέπτως αντί πάσης θυσίας.
Οφθαλμιατρείον
Το ίδρυμα τούτο συσταθέν διά συνδρομών και διοικούμενον υπό αδελφάτου, ετέθη το πρώτον υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού της Ιατρικής Ανδρ. Αναγνωστάκη. -Επειδή δ' ούτος εδίδασκεν απ' αρχής της καθηγεσίας την οφθαλμολογικήν κλινικήν εν αυτώ, εθεωρήθη έκτοτε ως παράρτημα του Πανεπιστημίου, όπερ από του πανεπισ. έτους 1867-68 αναγράφει υπέρ αυτού χρηματικόν χορήγημα εν τω προϋπολογισμώ διά την κλινικήν διδασκαλίαν. Το κτίριον του Οφθαλμιατρείου οικοδομηθέν επί τούτω και επαρκές ίσως δι' ους χρόνους ιδρύθη, σήμερον αδυνατεί να επαρκέση εις την πληθώραν των προσερχόμενων προς θεραπείαν εν αυτώ. Διά του νόμου 2905 περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου το Οφθαλμιατρείον οριστικώς προσηρτήθη εις το Πανεπιστήμιον. Διευθυνταί αυτού μετά τον Αναγνωστάκην εχρημάτισαν εκ περιτροπής οι καθηγηταί Γ. Γαζέπης και Ν. Δελλαπόρτας και ο οφθαλμολόγος ιατρός Γ. Πανόπουλος. Διευθύνεται δε νυν υπό του κ. Γ. Γαζέπη.
Αρεταίειον Νοσοκομείον
Το ίδρυμα τούτο οφείλεται εις τον μέγαν ευεργέτην του Πανεπιστημίου και καθηγητήν της Χειρουργικής Κλινικής εν αυτώ Θεόδωρον Αρεταίον, όστις, μη ευτυχήσας ν' απόκτηση εκ του γάμου του αμέσους διαδόχους, υιοθέτησεν, ούτως ειπείν το Πανεπιστήμιον, εις ο κατέλιπεν ολόκληρον αυτού την περιουσίαν, επί τω τέλει να οικοδομηθή χειρουργική και γυναικολογική κλινική φέρουσα το όνομα αυτού και της συζύγου του Ελένης και να συντηρήται εκ των εισοδημάτων της κληρονομίας. Η οικοδόμησις του Αρεταιείου αρξαμένη τω 1896 συνετελέσθη τω 1898 ότε, Αυγούστου 16, εγένοντο επισήμως τα εγκαίνια της λειτουργίας αυτού. Το κτίριον είνε διώροφον έχον πρόσοψιν προς την λεωφόρον Κηφισσίας και εκτεινόμενον εις βάθος μέχρι της οδού Παπαδιαμαντοπούλου της αγούσης προς το Νοσοκομείον των Παίδων. Περιβάλλεται δε υπό ευρυτάτου και καταφύτου εκ παντοίων δένδρων περιβόλου, καλώς περιτετειχισμένου.
Ο πρώτος όροφος περιλαμβάνει, πλην των γραφείων, χειρουργείων και αιθούσης ακτίνων Ραΐντγεν, τέσσαρας μεγάλους θαλάμους ασθενών ανά δύο εκατέρωθεν του διαθέοντος κατά μήκος το όλον οικοδόμημα κεντρικού διαδρόμου. Δύο εκ των θαλάμων τούτων επονομάζονται εκ του ονόματος των ιδρυτών Θεοδώρου και Ελένης Αρεταίου, είς δ' εκ του ονόματος του πρώτου χρηματίσαντος διευθυντού του Αρεταιείου καθηγητού της Χειρουργικής Σπ. Μαγγίνα. Εν τω άνω ορόφω υπάρχουσι τα δωμάτια των επί πληρωμή ασθενών α' και β' θέσεως. Πλην τούτων εν τω περιβόλω εκτίσθη ιδιαίτερον περίπτερον διά τους επί πληρωμή νοσηλευόμενους ασθενείς της χειρουργικής κλινικής και ναΐσκος κομψός επ' ονόματι των αγίων Θεοδώρων εν ω εύρηνται εντετειχισμένα τα οστά των ιδρυτών.
Αι εν τω Αρεταιείω κλινικαί διαθέτουσαι εν συνόλω 140 κλίνας διευθύνονται η μεν Χειρουργική υπό του καθηγητού κ. Γ. Φωκά, η δε Γυναικολογική υπό του καθηγητού κ. Κ. Λογοθετοπούλου. Διά δε την κλινικήν διδασκαλίαν των φοιτητών διατίθενται δέκα κλίναι δωρεάν παρ' εκατέρα των κλινικών.
Αιγινήτειον Νοσοκομείον
Επωνυμείται ούτω εκ του ονόματος του μεγάλου ευεργέτου του Πανεπιστημίου και καθηγητού εν αυτώ Διονυσίου Αιγινήτου, όστις ολόκληρον την περιουσίαν αυτού κατέλιπεν εις το Πανεπιστήμιον προς ίδρυσιν φερωνύμου νοσοκομείου.
Τα εγκαίνια της λειτουργίας του φιλανθρωπικού τούτου ιδρύματος εγένοντο τω 1905, έκτοτε δε διατελεί λειτουργούν, εξαιρέσει βραχυτάτου χρονικού διαστήματος, υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού κ. Μιχαήλ Κατσαρά.
Εν τω Νοσοκομείω τούτω γίνονται δεκτοί προς νοσηλείαν οι πάσχοντες εκ νευρικών νοσημάτων. Και δέκα μεν κλίναι διατίθενται δωρεάν και χρησιμεύουσιν εις την διδασκαλίαν των φοιτητών της Ιατρικής, αι δε λοιπαί επί πληρωμή νοσηλίων α', β' και γ' θέσεως.
Το κτίριον συνορεύον τω Αρεταιείω είνε διώροφον με πρόσοψιν προς την λεωφόρον Κηφισσίας, περιλαμβάνει δε πλην των αιθουσών των ασθενών, ιδιαιτέραν αίθουσαν ηλεκτροθεραπείας, αίθουσαν υδροθεραπείας, εργαστήριον του διευθυντού, αμφιθέατρον διδασκαλίας, γραφείον μετά βιβλιοθήκης κλπ.
Μαιευτήριον
Το ίδρυμα τούτο ανήκει μεν εις το Δημόσιον, διατελεί δ' όμως υπό την διεύθυνσιν του εκάστοτε καθηγητού της Μαιευτικής κλινικής του Πανεπιστημίου, ήτις λειτουργεί εν αυτώ προς διδασκαλίαν των φοιτητών. Το κτίριον του Μαιευτηρίου ανήκον εις ιδιώτην και κτισθέν όπως χρησιμεύση ως κατοικία, είναι όλως ακατάλληλον εις τον σκοπόν δι' ον χρησιμοποιείται. Η διδασκαλία της Μαιευτικής κλινικής και γυναικολογίας έχει ανάγκην απόλυτον ιδίου οικοδομήματος πληρούντος πάντας τους όρους, ους απαιτεί σήμερον η επιστήμη.
Επί τω θανάτω της βασιλόπαιδος Αλεξάνδρας επισυμβάντι εξ επιλοχίου πυρετού εν Πετρουπόλει τω 1891 απεφασίσθη η διά πανελληνίων εράνων ίδρυσις φερωνύμου Πανεπιστημιακής κλινικής. Εξευρέθη μάλιστα και το προς τούτο γήπεδον. Αλλ' ένεκα διαφόρων λόγων έμεινεν απραγματοποίητος η απόφασις αύτη, και κατ' ακολουθίαν η Μαιευτική κλινική εξακολουθεί στεγαζομένη και λειτουργούσα εν τω δημοσίω Μαιευτηρίω.
Πρώτος διευθυντής του Μαιευτηρίου εγένετο ο καθηγητής Μιλτ. Βενιζέλος εφεξής δε ο Δ. Κονσόλας και οι κ. Κ. Λούρος και Ν. Πετσάλης.
Κλινική των Αφροδοσίων και Δερματικών Νόσων
Η Κλινική αυτή του Πανεπιστημίου λειτουργεί εν τω Νοσοκομείω Ανδρέου Συγγρού υπό την διεύθυνσιν του καθηγητού κ. Γ. Φωτεινού, όστις είνε και του Νοσοκομείου Διευθυντής. Ενεκα της φιλοξενίας, ην παρέχει το Νοσοκομείον τούτο εις την Πανεπιστημιακήν κλινικήν, εν η ασκούνται οι φοιτηταί της ιατρικής, η Πανεπιστημιακή Σύγκλητος εν έτει 1918 κατέλεξε τον επώνυμον αυτού Ανδρέαν Συγγρόν εις τους μεγάλους του Πανεπιστημίου ευεργέτας. Διευθυνταί της Κλινικής των Αφροδισίων νόσων προ της ιδρύσεως του Συγγρείου έχρημάτισαν εκ περιτροπής οι κ.κ. Σπυρ. Μπαλάνος, Παύλος Ιωάννου και Β. Πρωτόπουλος.
Παιδιατρική κλινική
Έγκατεστάθη το πρώτον εν τω κατά την οδόν Πειραιώς δαπάνη του μεγάλου ευεργέτου του Πανεπιστημίου Δ. Μπεναρδάκη ιδρυθέντι Βρεφοκομείω υπό την Διεύθυνσιν του καθηγητού Α. Ζίννη, όστις εγένετο πρώτος καθηγητής της κλινικής των παιδικών νοσημάτων. Προ τούτου εδίδαξεν, άνευ κλινικής, νοσήματα των παίδων και ο καθηγητής Α. Βιτσάρης. Τον Α. Ζίννην αποβιώσαντα διεδέχθη ο νυν καθηγητής της Παιδιατρικής κ. Χρ. Μαλανδρίνος, όστις, διδάξας επί τινα χρόνον εν τω Βρεφοκομείω και εκ πείρας πεισθείς ότι η εν αυτώ διδασκαλία λόγω των όρων της λειτουργίας της πανεπιστημ. κλινικής δεν ηδύνατο ν' αποφέρη τους προσδοκώμενους εξ αυτής καρπούς, επέτυχεν όπως η Παιδιατρική κλινική του Πανεπιστημίου εγκαθιδρυθή εν ιδιαιτέρω οικήματι, ως τοιούτον δε εμισθώθη η παρά τη οδώ Ακαδημείας αρ. 20 τριώροφος οικία, εν η από του 1915 εγκατεστάθη και λειτουργεί η κλινική, τας δε δαπάνας της λειτουργίας αυτής καταβάλλει το Πανεπιστήμιον, του Κράτους παρέχοντος ετησίως χορήγημα εκ δρ. 120.000, χωρίς όμως διά τούτο να έχη δικαίωμα συμμετοχής εις τα της διοικήσεως αυτής, ήτις αποκλειστικώς εξαρτάται εκ του Πανεπιστημίου.
Η εγκατάστασις της Παιδιατρικής κλινικής εν ιδίω κτιρίω επί τούτω οικοδομουμένω εν χώρω καταλλήλω συμφώνως προς τας απαιτήσεις της υγιεινής των παίδων είναι εκ των ων ουκ άνευ, εάν ληφθώσιν υπ' όψιν αι σπουδαιόταται διά την μέλλουσαν γεννεάν υπηρεσίαι ας κέκληται να προσφέρη εις την κοινωνίαν η ύπαρξις και λειτουργία καλώς εγκαθιδρυμένης και πλουσίως συντηρουμένης Παιδιατρικής κλινικής.
Αστυκλινική
Το Νοσοκομείον «Ελπίς» εχρησίμευε και νυν έτι χρησιμεύει εις την πρακτικήν διδασκαλίαν των φοιτητών της Ιατρικής διά της εν αυτώ λειτουργίας παθολογικών και χειρουργικών κλινικών. Αλλά τα εν αυτώ παρεχόμενα μέσα διδασκαλίας ιδία κατά την από της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου μέχρι του 1862 περίοδον ήσαν τόσον ανεπαρκή, ώστε απεφασίσθη η σύστασις πολυκλινικής ή αστυκλινικής. Η σύστασις του Πανεπιστημιακού τούτου ιδρύματος εγκριθείσα διά του από 10 Αυγούστου 1856 Β. Δ. συνετελέσθη κατά Νοέμβριον του αυτού έτους.
Πρώτος Διευθυντής της Αστυκλινικής εγένετο ο καθηγητής Δημήτριος Ορφανίδης διατελέσας εν τη θέσει ταύτη μέχρι του θανάτου αυτού επισυμβάντος τω 1892, πρώτοι δε βοηθοί αυτής εχρημάτισαν οι μετά ταύτα καθηγηταί Στ. Σταυρινάκης, Α. Βιτσάρης και Θ. Αρεταίος.
Ως κτίριον της Αστυκλινικής εχρησιμοποιήθη άμα τη ιδρύσει αυτής η παρά τον ναόν της Καπνικαρέας οικία Γ. Σκουζέ, η δε χρησιμότης αυτής κατέστη πασιφανεστάτη ευθύς άμα τη λειτουργία της. Αντιθέτως όμως τα μέσα της λειτουργίας της Αστυκλινικής υπήρξαν πάντοτε ανεπαρκή, ίνα μη εϊπωμεν γλίσχρα, γνωστόν δε τυγχάνει ότι ο διευθυντής αυτής, ούτινος παροιμιώδης κατέστη η προς αυτήν αφοσίωσις, ουχί άπαξ εξ ιδίων επήρκει εις διαφόρους ανάγκας αυτής. Το Δημόσιον παρείχε το μίσθωμα του κτιρίου, αλλ' από του 1871, ότε μετεφέρθη η Αστυκλινική εις το παρά τη διασταυρώσει των οδών Ακαδημείας και Σίνα οίκημα του Πανεπιστημίου, η συνδρομή αυτή εξέλιπε Καταργηθείσα η Αστυκλινική διά του Νόμου 574 του έτους 1914 ανασυνεστάθη διά μεταγενεστέρου νόμου. Από του 1917 η Αστυκλινική λειτουργεί εν τη παρά τη οδώ Αριστείδου αρ. 6 μεγάλη οικοδομή του κ. Ι. Ευταξία. Η Αστυκλινική είπέρ ποτε σήμερον λόγω της μεγάλης αυξήσεως του εργατικού πληθυσμού της πρωτευούσης έχει απόλυτον ανάγκην ιδίου καταλλήλου κτιρίου, εν ω να καθίσταται δυνατή η λειτουργία αυτής.
Διευθυνταί της Αστυκλινικής μετά τον Ορφανίδην εχρημάτισαν ο Μ. Χατζημιχάλης και ο Νικόλαος Καλικούνης.
Από δε του 1916 η Αστυκλινική διευθύνεται υπό του καθηγητού της Παθολογικής Κλινικής κ. Σακορράφου, λειτουργούσι δ' εν αυτή διευθυνόμενα υπό εκτάκτων καθηγητών ή εν ελλείψει τοιούτων υπό ειδικών ιατρών τα εξής θεραπευτικά τμήματα και εργαστήρια: το της Παθολογίας, το της Χειρουργικής, το της Γυναικολογίας, το της Παιδιατρικής, το της Νευρολογίας και Ψυχιατρικής, το της Λαρυγγολογίας - Ωτολογίας - Ρινολογίας, το της Στοματολογίας το της Φυσικοθεραπείας και Ακτινογραφίας, το των Ουροποιητικών οργάνων, το των Δερματικών νόσων και το Εργαστήριον της Παθολογικής Ανατομικής. Λειτουργεί ωσαύτως εν τη Αστυκλινική φαρμακείον διευθυνόμενον υπό πτυχιούχου φαρμακοποιού.
Οδοντιατρικόν Σχολείον
Το Οδοντιατρικόν Σχολείον ιδρυθέν τω 1911 (Ν. ΓΩΚΓ' άρθ. 20) ήρξατο το πρώτον λειτουργούν εν τη Αστυκλινική από του Πανεπιστημ. έτους 1915-1916. Μέχρι του 1921 το Οδοντιατρικόν Σχολείον ελογίζετο ως παράρτημα της Ιατρικής Σχολής, αλλά διά του Νόμου 2573 της 26 Απριλίου 1921 κατέστη αυτοτελές, αποτελούν ίδιον σύλλογον, ου προΐσταται ο διευθυντής του Σχολείου, διδάσκουσι δ' εν αυτώ καθηγηταί της Ιατρικής και της Σχολής των Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών ως και ειδικοί καθηγηταί. Η αυτοτέλεια του Οδοντιατρικού Σχολείου καθορίζεται και εν τω νέω οργανισμώ» του Πανεπιστημίου διά το άρθρ. 413.
Το Οδοντιατρικόν Σχολείον μετά των προσαρτημάτων αυτού Ιατρείου και Εργαστηρίου λειτουργεί προσωρινώς εν ιδιοκτήτω κτιρίω του Πανεπιστημίου παρά την πλατείαν Κάνιγγος διασκευασθέντι ούτως ώστε να χρησιμεύση προσωρινώς εις τας απαραιτήτους ανάγκας του Σχολείου.
Βοτανικός κήπος
Αριστερά της Ιεράς Οδού και παρά το τέρμα της υπ' αριθμ. 10 τροχιοδρομικής γραμμής εκτείνεται ο βοτανικός κήπος.
Αφορμής δοθείσης τω 1847 εξ αναφοράς του Θ. Χελδράιχ ζητούντος να διορισθή επιμελητής ή καλλιεργητής του κήπου και μετά σχετικήν ομιλίαν του καθηγητού Λάνδερερ εν τη Συγκλήτω παραστήσαντος την ανάγκην καλώς καλλιεργουμένου και συντηρουμένου κήπου προς καρποφόρον διδασκαλίαν της Βοτανικής, επείσθη η Σύγκλητος να συστήση εις το Υπουργείον τον διορισμόν του Θ. Χελδράιχ ως καλλιεργητού του κήπου, χωρίς όμως και να γίνηταί που λόγος περί των αποτελεσμάτων του διορισμού τούτου μέχρι του 1852. Ο της περιόδου 1852-53 Πρύτανις Π. Αργυρόπουλος μνημονεύει του βοτανικού κήπου ως παραρτήματος του Πανεπιστημίου και ποιείται λόγον περί της νέας αυτού διοργανώσεως υπό του κ. Θ. Ορφανίδου και Θ. Χαλδράιχ. Ο βοτανικός κήπος ανεγνωρίσθη ως επιστημονικόν παράρτημα του Πανεπιστημίου το πρώτον διά Νόμου τω 1867, ότε διωρίσθη έφορος αυτού ο εν τω Πανεπιστημίω καθηγητής της Βοτανικής Θ. Ορφανίδης. Έκτοτε εγένοντο σπουδαίαι βελτιώσεις εις τον κήπον, επεκταθέντος διά τε της προσθήκης τριών στρεμμάτων γης εκ των πέριξ αγρών και διά της εν έτει 1872 κατασκευής υαλοσκεπούς φυτοκομείου (ή θερμοκηπίου) προς καλλιεργίαν και συντήρησιν φυτών θερμών κλιμάτων και τοποθετήσεως εκ πορσελάνης πινακίδων μετ' επεξηγηματικών επιγραφών των εν τω κήπω διαφόρων φυτών.
Έκτοτε ο βοτανικός κήπος διευθύνεται υπό του εν τω Πανεπιστημίω καθηγητού της βοτανικής και αποτελεί αναπόσπαστον παράρτημα του Πανεπιστημίου.
Πανεπιστημιακή Λέσχη
Η ίδρυσις λέσχης των φοιτητών του Πανεπιστημίου ουχί άπαξ απησχόλησε τας .Πανεπιστημιακάς Αρχάς και αυτούς τούτους τους φοιτητάς. Αλλ' η μεν απόπειρα ιδρύσεως λέσχης διοικούμενης υπ' αυτών τούτων των φοιτητών, ως ήτο επόμενον, δεν ετελεσφόρησε, αι δ' υπό των Πανεπιστημιακών αρχών κατά διαφόρους εποχάς και ιδία κατά τα Πανεπιστημ. έτη 1904-1905 και 1907-1908 γενόμενοι προτάσεις εις το υπουργείον δεν έτυχον νομοθετικής κυρώσεως. Ούτω δε παρέμειναν τα πράγματα μέχρι του 1909 έτους, καθ' ο νομοθετικώς ετέθησαν αι πρώται βάσεις της λέσχης διά του καθορισμού μικράς προς τούτο φορολογίας. Τελευτώντος του Πανεπιστημ. έτους 1909-10 κατηρτίσθη το σχέδιον του κτιρίου της λέσχης, εψηφίσθησαν υπό της Συγκλήτου αι προς τούτο δαπάναι εγκριθείσαι και υπό του υπουργείου, αμέσως δ' ήρχισε και η κατεδάφισις της παρά την διασταύρωσιν των οδών Ακαδημείας-Ιπποκράτους παλαιάς οικίας του Πανεπιστημίου, ίνα επί του οικοπέδου αυτής ανεγερθή η λέσχη. Αλλ' αίτια διάφορα ανέστειλαν έκτοτε την ίδρυσιν της λέσχης, ήτις μόλις εσχάτως επραγματοποιήθη διά του νέου οργανισμού του Πανεπιστημίου και της προσωρινής εγκαταστάσεως αυτής εν τη κατά την οδόν Πειραιώς αρ. 29 οικία. Εν τη Πανεπιστημιακή λέσχη λειτουργεί επί του παρόντος αναγνωστήριον, εστιατόριον.
Πανεπιστημιακόν Γυμναστήριον
Ιδρύθη τω 1899 διά του Νόμου ΒΧΚΑ' της 10 Ιουλίου διά δε του Διατάγματος της 8 Απριλίου του αυτού έτους εκανονίσθησαν εν ταις λεπτομερείαις τα της λειτουργίας αυτού.
Το Γυμναστήριον λειτουργεί προσωρινώς εν τω υπό των οδών Χ. Τρικούπη-Ναυαρίνου και Μαυρομιχάλη περιοριζομένω γηπέδω του Χημείου. Πρώτος διευθυντής αυτού υπήρξεν ο και νυν διευθύνων αυτό κ. Σπ. Αρβανίτης. Διά του νέου οργανισμού του Πανεπιστημίου (αρθρ. 385390) η εποπτεία του Πανεπιστημιακού Γυμναστηρίου υπήχθη εις την Εφορείαν της Παν. Λέσχης, ης αποτελεί προσάρτημα.